Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Κι αυτός ο ψίθυρος που ολοένα ανεβαίνει από τα σπλάχνα μου, είναι η φωνή σου.
“Κρατήσου μου λέει, θα ‘ρθω να σε δω.”
Κι εγώ ρουφάω τον καπνό μου, σαν να είσαι εσύ.
Με τέτοια δύναμη, μέχρι το μεδούλι της ψυχής μου.
Αυτής της ψυχής που καταλαβαίνει μόνο το όνομά σου.
Το όνομά που όταν το ακούει αδημονεί.
Αδημονεί για μια φορά ακόμη, για μια γαμημένη φορά.
Γιατί η δίψα μου ολοένα και με σταυρώνει, δεν μ’ αφήνει να αναπνεύσω.
Θέλω να εκπνεύσω τον όλεθρό μου.
Τον όλεθρο που απαντάει στο κορμί μου.
Αυτό το κορμί που κούμπωσε με το δικό σου και δεν μ’ αφήνει να ανασάνω.
Σαν ένας βαθύς ανασασμός που κυλάει στην καρδιά μου και την κάνει να χτυπάει ακατάπαυστα.
Και κείνο το ρολόι που χτυπάει στον τοίχο μου θυμίζει τις ώρες που μου λείπεις.
Μου λείπεις ακόμη κι όταν είσαι εδώ, ακόμη κι όταν είσαι μέσα μου.
Ακόμη και τότε η ψυχή μου τρέμει.
Τρέμει στην ιδέα μην σε χάσει.
Και τρέμει να φωνάξει εκείνη την μικρή λεξούλα ”μου λείπεις”.
Εκείνη την λέξη που τρέμει από μόνη της.
Που ξενυχτάει στην μοναξιά της.
Που αλυχτάει για μια φωνή δική σου, μια λέξη να την καθησυχάσει, να την ηρεμήσει.
Να μην φοβάται τα βράδια που δεν σ’ έχει.
Αισθάνομαι τόσα πολλά που δεν τα ξέρεις.
Μην τρομάξεις με τον πόνο των συναισθημάτων μου.
Είναι τρομερό να νοιώθω τόσα πολλά και να μην τα ξέρεις.
Είναι επώδυνο να μην ξέρω τι νοιώθεις εσύ.
Είναι επώδυνο να σε διεκδικώ, αλλά μην τολμήσεις να φανταστείς ποτέ ότι σε παρακαλώ.