Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Δεν μεθώ συχνά πλέον, δεν έχω τους λόγους και τις αιτίες, στρωμένη ζωή, κι ας έχει άγχη και φόβους, προσωπικές επιτυχίες και όλα βαίνουν καλώς. Μα με κάποιο περίεργο τρόπο, στο πιο τυχαίο βράδυ, στην πιο χαλαρή έξοδο, θολώσανε τα πάντα.
Έπειτα από χρόνια το μυαλό μου μούδιασε και το ακολούθησε και το σώμα μου, υπνωτισμένη και ζαλισμένη γύρισα σπίτι, με μηδαμινές αντοχές και αναμνήσεις και ξάπλωσα με τα ρούχα και τα παπούτσια στο κρεβάτι. Ήμουν σχεδόν μισοκοιμισμένη όταν το κινητό μου χτύπησε δυνατά δίπλα στο αυτί μου.
Άνοιξα την τσάντα μου με τα χίλια ζόρια και πέταξα τα πάντα έξω μέχρι να βρω το αναθεματισμένο το κινητό που δεν σταματούσε να μου τρυπάει τα αυτιά.
Δεν κατάφερα να δω όνομα από την θολούρα μου και απλώς απάντησα. Άκουσα την φωνή σου και η ψυχή μου βούλιαξε στο στήθος μου, το κινητό έπεσε από τα χέρια μου και με μανία έψαξα να το βρω.
Ήσουν ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενα να ακούσω εκείνο το βράδυ, για την ακρίβεια ήσουν ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενα να ακούσω γενικά. Κάπως η μοίρα τα έφερε και εκείνο το βράδυ συγχρονιστήκαμε, ήσουν κι εσύ ζαλισμένος.
Το άκουσα στην φωνή σου που τρεμούλιαζε και έσπαγε, στα λόγια σου που μπερδεύονταν και χάνονταν. Δεν καταλάβαινα γιατί με πήρες, δεν καταλάβαινα τι ήθελες και όσο μιλούσες τόσο περισσότερο μπερδευόταν το μυαλό μου. Κάποια στιγμή βρήκα τα λόγια να σε διακόψω, “έχεις πιει”, σε ρώτησα και μου μούγκρισες σιγανά. Πάλι συναντηθήκαμε στο μεθύσι μου σκέφτομαι, απλώς απόψε δεν είναι στο όνειρό μου και αυτό είναι το πιο παράξενο για μένα.
Χωρίς να μιλήσω άλλο σου έκλεισα το τηλέφωνο στα μούτρα και άφησα τον ύπνο να με πάρει οριζόντια στο κρεβάτι με τα ρούχα και τα παπούτσια.