Γράφει η “Κλεψύδρα”
Τρία λεωφορεία και ένας δρόμος.
Ξημέρωσε. Έχει πέσει το βιβλίο με τα διηγήματα του Τσέχοφ εδώ και μέρες κι όπως ξαπλώνω τον κοιτώ στα ματιά. Η κυρία με το σκυλάκι, αντί να κάνει τη γνωστή της βόλτα έστεκε στο λεωφορείο στο παράθυρο.
Κάποιος την έβρισε. “Έχει αρρώστιες”, είπε, “το βρωμόσκυλο”.
Πολλοί απάντησαν, μα η κυρία αισθάνθηκε άσχημα και κατέβηκε στην επόμενη στάση.
Αφαιρέθηκα και το λεωφορείο κινήθηκε.
Πήγα να πέσω, με κράτησε η έγχρωμη κυρία, που έκανα πιο κει να κάτσει προηγουμένως στη στάση.
Θυμήθηκα ότι ο άντρας στην άλλη γωνία δεν ήθελε να είναι δίπλα της και απομακρύνθηκε.
Ντράπηκα αντί για εκείνον και θυμήθηκα τα τούνελ, πριν μπεις στην Αθήνα και τους τοίχους με τα απαίσια σύμβολα του φασισμού, τέτοιες μέρες φαίνεται τα τούνελ δεν έχουν φως να σε περιμένει.
Όλα μετά θάνατον.
Επιτέλους κατέβηκα!
Βάδιζα πάλι στον ίδιο ταλαιπωρημένο δρόμο.
Ένας αδύνατος γέρος με μάτια μαυρισμένα και τα μάγουλα να έχουν μπεί προς τα μέσα , κάπνιζε ένα μισοτσίγαρο, μπροστά από ένα ακριβό βιολί. Τιμή 80 ευρώ. Έσφιξα με δύναμη τη σακούλα με το παντελόνι που ήθελα να αλλάξω. Στο μαγαζί έμεινα στο ταμείο ένα τέταρτο.
Η πωλήτρια έλειπε και δεν ήθελα να τη φωνάξω.
Τα δάχτυλα μου χάιδευαν το παντελόνι.
Κάτι μέσα μου έιχε γεννηθεί και έκλαιγε.
Σήμερα ήμουν εκείνος που παράτησε το αυτοκινητο του στη μέση του δρόμου και δε τον ένοιαζε κανείς .
Είχε τον καφέ στο χέρι του και όταν τέλειωσε τη δουλειά του, είδε ένα λεωφορείο που είχε κολλήσει και φυσικά δε ζήτησε συγνώμη.
Σήμερα, ήμουν εκείνος που δεν έκανε τίποτα!
Δεν βοήθησα, απλά άλλαξα το παντελόνι μου, γι’ αυτό με θύμωσε εκείνος ο αναίσθητος γιατί ήμουν και γώ!