Γράφει η Βίκυ Πλευρίτη
Και να που συναντηθήκαμε και κάτσαμε πάλι αντικριστά, όπως άλλωστε πάντα συνηθίζουμε, όταν πηγαίνουμε για φαγητό. Όμως κάτι διαφορετικό συμβαίνει σήμερα.
Στο αγαπημένο μας ιταλικό, στη μαρίνα, δίπλα από τη τζαμαρία και έξω έχει πολύ κρύο.
-Να παραγγείλουμε να φάμε εκείνες τις μπρουσκέτες και το ριζότο που μας αρέσει, γιατί η ώρα είναι περασμένη.
Με το λευκό κρασί στο ένα χέρι και τα άλλα χέρια μας αντικριστά το ένα πάνω στην παλάμη του άλλου, να αγγίζονται, να χαϊδεύονται και μαζί με την πολυσήμαντη για μένα αίσθηση της αφής να διεγείρονται και όλες οι υπόλοιπες.
Ένα συνονθύλευμα αισθήσεων στην ατμόσφαιρα γεννιέται!
‘’Εκεί που τα βλέμματά μας συναντιούνται’’ όπως λέει και ο Χατζηγιάννης. Εκεί που μία άλλου είδους λογική υπαγορεύει τη στάση μας και τα αισθήματά μας.
Στη ματιά σου μέσα χάνομαι και εσύ για άλλη μια φορά εξυμνείς το χρώμα των ματιών μου.
Και η όσφρηση, παρά τις μυρωδιές της κουζίνας στέκει κολλημένη στη μυρωδιά της αγκαλιάς μας που μόλις πριν λίγο συναντηθήκαμε και ενωθήκαμε σ’ ένα σώμα δύο άνθρωποι. Δυο ψυχές σέ ένα σώμα. Δύο ψυχές σέ μία αγκαλιά ευωδιαστή, μια μίξη μυρωδιάς απόλυτα συνταιριασμένη, με τα αρώματα και των δύο εξασθενημένα, μα συνοδευόμενα από τις εκκρίσεις των σωμάτων μας από το πέρασμα της μέρας.
Εκεί που ξεκινούμε να μιλούμε για όσα εξελίχτηκαν τις τελευταίες ώρες και όλες όσες ήμασταν μακρυά. Με τη φωνή σου να ηρεμεί όσο περνούν τα λεπτά, να γαληνεύει, κι εγώ μέσα στα χείλη να σε κοιτώ και να σκέφτομαι «δε μπορεί, θα σπάσει η καρδιά μου, δε θα τ αντέξω άλλο και όμως τελικά το αντέχω». Με την ακοή να μετατρέπει τα όσα ακούει σε ψιθύρους και να δημιουργεί στη φαντασία αναστεναγμούς και νότες που μας ταξιδεύουν σε προηγούμενες μας συναντήσεις. Σε ώρες ατελείωτες, συζητήσεων και αφηγήσεων κάτι νύχτες που δεν έλεγαν να τελειώσουν παρά μόνο με το πρώτο φως της μέρας που σου έλεγα: « Αγάπη μου ξημέρωσε, τα μάτια μου δεν αντέχουνε, πάμε να κοιμηθούμε!»
Και κόμποι γίνονται οι λέξεις στο λαιμό και λέμε και οι δυο με μια παραδοχή και απολύτως ηττημένοι : «Δε μπορεί να μας συμβαίνει αυτό!»
Κάπου εκεί μια έκτη αίσθηση, μια αίσθηση μοναδική διακόπτει κάθε μας λέξη, κάθε κουβέντα! Από μόνα τους τα βλέμματα τώρα μιλούν άηχα, αθόρυβα, συνοδευόμενα από τους εκκωφαντικούς χτύπους της καρδιάς μας… και ουρλιάζουν…. και φωνάζουν:
«Τι σημασία έχουν οι λέξεις, πεθαίνω για ένα σου φιλί!»
Και κανείς δεν υπάρχει γύρω μας, μόνο εσύ και γω και στο μυαλό γεννιούνται εικόνες και τα σώματα ταράζονται. Από το τριχωτό της κεφαλής ξεσπά η ανατριχίλα και φτάνει ως στα δάχτυλα των ποδιών, σαν να μας διαπερνά ερωτικό ρεύμα υψηλής τάσης και ας γνωρίζουμε και οι δύο πως θα καούμε, πίσω δεν μπορούμε να κάνουμε όσο και αν προσπαθούμε.
-Ζήτα το λογαριασμό, δεν πειράζει θα φάμε αύριο.
Από πείνα δε θα πεθάνουμε απόψε!