Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Αγάπη είναι να σε διώχνουν κι εσύ παρ’όλα αυτά να μένεις.
Να αντέχεις τα σκοτάδια του.
Άντεξες όμως να μ’αφήσεις.
Σου είχα πει μην μ’αφήσεις και μού’χες πει ποτέ.
Κι όταν σου πέρασε ο ενθουσιασμός, πάει κι η αγάπη.
Πού πήγε η τόση αγάπη, πού πετάχτηκε;
Γιατί αγάπη μου δεν άντεξες τα σκοτάδια μου κι έφυγες;
Μ’άφησες να αιμορραγώ, να ουρλιάζω απ’τον πόνο.
Με πότισες δηλητήριο τις ώρες που εγώ ζητούσα νερό να ξεδιψάσω.
Ένα πτώμα έμεινα, αλλά δεν το κατάλαβε κανείς.
Με μαστίγωσες με την αγάπη σου, με κέρασες όλεθρο και μετά μου είπες συνέχισε την ζωή σου.
Από πού να το πιάσω δεν ξέρω, ξέχασα να ζω χωρίς την αγάπη σου, χωρίς την πνοή σου.
Ένα ερείπιο που μαζεύει τα κομμάτια του είμαι, μέχρι να μπορέσω να ξανά σηκωθώ.
Κι όλοι εσείς γελάσατε, γιατί πιστέψατε ότι ήμουνα δυνατή.
Και δεν θρηνήσατε ποτέ για την δύναμη μου, παρά μονάχα μου πετάξατε τα ψίχουλα συμπόνοιας που εγώ μισούσα.
Μισώ να με λυπούνται, μισώ να με λοιδορούν.
Στην δική μου επιβίωση πλέον δεν υπάρχουν ψέματα, μονάχα η αλήθεια μου, αυτήν που σέβεται τον άνθρωπο.
Αυτήν που αγκάλιασα όταν κατάλαβα ότι δεν μπορώ άλλο να ζήσω μαζί σας, αυτήν που αγκάλιασα όταν έμεινα μόνη μου.
Αυτήν που θα αγκαλιάζω κάθε φορά που θα τρέμω από μοναξιά, αυτήν την μοναξιά που δεν θα με κάνει να ντρέπομαι.
Γιατί ντρέπομαι όταν δεν λέω αλήθεια, ντρέπομαι όταν υποκρίνομαι, ντρέπομαι όταν δεν αγαπώ.
Γι’αυτό έμεινα. Έμεινα για να μην σου λείψει τίποτα.
Κι όσο για σένα, αν μ’αγαπούσες θα έμενες για να μην μου λείψει τίποτα.
Αλλά έγινες ο γκρεμός μου και με σκότωσες.