Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Πάλι μία απ’ αυτές τις δύσκολες μέρες. Απ’ αυτές που κανείς δεν σε καταλαβαίνει, δεν σε νιώθει, δεν μπορεί να σ’ ακούσει. Απ’ αυτές που όλα μοιάζουν μουντά και μάταια κι ανούσια. Απ’ αυτές που όλα σε θυμώνουν, σε κουράζουν και σ’ εξαντλούν.
Και μοιάζει το δωμάτιο να στενεύει, σε πνίγουν οι τοίχοι και το ταβάνι σε πλακώνει. Και μοιάζουν οι ήχοι, εκκωφαντικοί θόρυβοι και σου θολώνουν το βλέμμα τα φώτα και σου πιέζουν την ψυχή σου τα πάντα.
Ψάχνεις τι φταίει και σε θυμώνει που ό,τι νιώθεις μοιάζει να μην έχει αιτία. Τα βάζεις με σένα και με την αδυναμία που σε καταβάλει κάθε τόσο κι αφήνεις όλα αυτά τα αρνητικά να σε πλημμυρίζουν. Ψάχνεις τι φταίει κι όλα σου φταίνε.
Πάλι μία απ’ αυτές τις δύσκολες μέρες, που όλα τα λάθη, όλες οι ανασφάλειες, όλοι οι φόβοι, βγαίνουν στην επιφάνεια και κάνουν χορό στο κεφάλι σου. Και τίποτα δεν σε γεμίζει. Κι όλα θέλεις να τ’ αλλάξεις. Και τίποτα δεν σε ικανοποιεί. Κι όλα θέλεις να τα διορθώσεις.
Θέλει να ξαποσταίνει πού και πού η ψυχή. Θέλει να ηρεμεί, να αποσυμφορείται. Θέλει να χαλαρώνει και να επανεκκινείται.
Θέλει κι ο αγώνας, διάλειμμα. Θέλει κι η πάλη, ηρεμία. Θέλει κι η ανηφόρα, ανάσες. Θέλει κι η δύναμη, αγκαλιά. Κι οι πιο δυνατοί, λυγίζουν. Κι οι πιο δυνατοί, πονάνε. Κι οι πιο δυνατοί, αμφιβάλλουν.
Αυτές τις δύσκολες μέρες, άκου λίγο τον εαυτό σου, αφουγκράσου την ψυχή σου, χάιδεψε την καρδιά σου. Όλα τα ζόρια θα περάσουν, όλα τα δύσκολα θα φύγουν. Όλα περνούν, αργά ή γρήγορα. Πάντα περνούν.