Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Βρε τι έπαθες κορίτσι μου, βρε κακό που σε βρήκε ξαφνικά και τώρα το φυσάς και καθόλου δεν κρυώνει!
Πίστευες πάντα χαζούλα μου, πως θα ΄μαι η μαριονέτα σου, πως θα ΄μαι το παιχνιδάκι σου για να περνάς την ώρα.
Είχες στον νου σου τις αμέτρητες υποχωρήσεις μου και τα ανεξάντλητα συχωροχάρτια μου στα αμέτρητα εγκλήματα σου, σαν κάτι μόνιμο, σαν κάτι που θα συμβαίνει αιώνια.
Πίστευες ανόητη, πως είμαι το πρεζάκι σου κι ότι χωρίς τις δόσεις που ακριβά μου πούλαγες, δεν θα υπάρχω.
Νόμιζες πως θα ξεκαβλώνεις συνέχεια απάνω στην ψυχή μου κι ύστερα δεν θα τρέχει μια.
Νόμιζες αγάπη μου, πως θα είμαι ο διαθέσιμος αμνός για τις θυσίες σου, πως θα είμαι το περίμενε που πάντα περιμένει.
Πως θα ΄μαι η βιτρινούλα σου νόμιζες, για να εκθέτεις τα πλουμιστά στολίδια σου, κι ότι θα λειτουργώ κατά πως εσύ βούλεσαι, μονάχα σε ωράρια καταστημάτων Δευτέρα με Παρασκευή.
Πίστευες ότι οι δικές σου επιθυμίες θα είναι διαταγές και νομοί απαράβατοι για πάντα κι ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκες τρελή, ότι μπορεί κι εγώ να επιθυμώ.
Νόμιζες πως θα είσαι εσύ καράβι ελεύθερο κι εγώ απλά λιμάνι, πως για σένα θα είναι οι βόλτες κι εγώ θα καρτερώ. Τρομάρα σου!
Το είχες σίγουρο καημένη μου πως θα ΄μαι το μαρμάρινο μνημείο σου για την κατάθεση στέφανων, και για να παρελαύνεις κάνα δυο φορές τον χρόνο.
Κλείδωσες μέσα σου πως θα ΄μαι πάντοτε ο δεδομένος βλάκα σου, ο σίγουρος σάκος του μποξ για να ξεσπάς επάνω μου.
Πίστευες ότι θα είμαι το κοροϊδάκι της κύριας, κι ότι θα έχεις μια βέβαιη και ορθάνοιχτη αγκαλιά μονάχα όταν την χρειαζόσουνα.
Μαθέ λοιπόν σήμερα πως δεν ήμουνα, κι ας νόμιζες, ποτέ μου το κορόιδο σου.
Μάθε, πως πάντα ήξερα πολύ καλά τι μου γινότανε.
Μαθέ, πως όλα από αγάπη για σένανε τα έκανα ηλίθια κι όχι από αφέλεια!
Συγγνώμη τώρα που στο χάλασα, όμως, λένε πως κι οι σκλάβοι κάποτε ξυπνάνε.
Λυπάμαι για το λάθος σου κορίτσι μου, αλλά, τώρα μείνε στο τίποτα που σου αξίζει, και μείνε να κοιτάς!