Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Δεν είμαι υπέρ του θυμού.
Είναι ένα συναίσθημα αρνητικό και όλα τα αρνητικά τα πετάω.
Αλλά είναι στιγμές που θυμώνω με τον εαυτό μου.
Γιατί πάντα μ’αυτόν θυμώνω.
Τι μου φταίνε οι άλλοι;
Ο καθένας την δουλειά του κάνει, ο καθένας την ζωή του βλέπει.
Αλλά δεν μπορείς κάποιες φορές επηρεάζεσαι και από κάτι, κάτι που έχει να κάνει με εσένα, κάτι που έχει αντίκτυπο σε σένα.
Κι όταν θυμώνω τα κάνω όλα μαντάρα, γιατί ο θυμός είναι κακός σύμβουλος, είναι ζημιοφθόρος ενέργεια.
Και πρωτίστως στον εαυτό μας.
Κι αν είσαι δίπλα σε παίρνει κανένα σκάγι, έτσι για το γαμώτο.
Γιατί δεν θα θύμωνα από μόνη μου.
Κάτι μού’κανες.
Ή κάτι δεν μού’κανες.
Το ίδιο είναι.
Φυσικό απόβαρο της όλης ιστορίας είναι ότι δεν νιώθω ελεύθερη.
Κι αν μου κόψεις την ελευθερία θυμώνω πολύ.
Δεν νιώθω εγώ και πάλι, εγκλωβισμένη σε συναισθήματα που δεν θέλω να υπάρχουν ή σε καταστάσεις που υπάρχουν.
Και είναι λυπηρό σκέφτομαι γιατί όλοι μας πολλές φορές εγκλωβιζόμαστε και δεν έχουμε το θάρρος ή το θράσος να διαφύγουμε. Κι αυτό το λέω αδυναμία.
Και δεν θέλω να έχω τέτοιες αδυναμίες.
Δεν θέλω να είμαι αδύναμη.
Αν και πιστεύω ότι η μεγαλύτερη δύναμη είναι η αδυναμία.
Οξύμωρο μάλλον αλλά έτσι είναι.
Μέσα από τις αδυναμίες μαθαίνουμε τις δυνάμεις μας.
Κι όταν το έργο χάνει την σειρά του σεναρίου, δυστυχώς αυτοσχεδιάζω.
Ή ευτυχώς.
Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θέλω ποτέ να προξενήσω κάποιο κακό σε άλλον.
Δεν μπορεί η ψυχή μου να αντέξει τέτοιο φορτίο.
Ας αυτοσχεδιάσω λοιπόν!