Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Πόσο καιρό έχεις να ανασάνεις χωρίς κάτι να νιώσεις στο λαιμό; Να ανασάνεις χωρίς προσπάθεια, να χαμογελάσεις χωρίς κόπο. Να μην σφίξεις τα δόντια. Να μην μαγκώσει το βλέμμα σου στην μνήμη.
Πόσο καιρό ακόμα πιστεύεις πως θα καταφέρνεις να οριοθετείς τα θέλω σου και να τα χωράς μέσα στα κουτάκια σου;
Πόσο καιρό ακόμα πιστεύεις πως θα αντέχεις να μην ανασαίνεις χωρίς να μουδιάζει το μέσα σου;
Πόσο καιρό ακόμα πιστεύεις πως θα μπορέσεις να μην την τραβήξεις κοντά σου;
Την βλέπεις να φεύγει, την νιώθεις να φεύγει. Την έδιωξες άχαρα, σε μια στιγμή που πίστευες πως τα τακτοποιημένα σου κουτάκια, είναι όλη σου η ζωή. Την έδιωξες σε μια στιγμή που επέλεξες να μην της πεις την αλήθεια σου..
Κι ας ήξερε. Πάντα ήξερε..
Κι εκείνη, μένει στα όνειρά σου. Στις τελευταίες σκέψεις σου πριν ξημερώσει. Πριν φορέσεις τη μάσκα σου για να ξεκινήσεις τη μέρα σου.
Κι εσύ ξέρεις, πως την πιο σημαντική μάχη μαζί της, την έχεις χάσει.
Όχι γιατί δεν μπορούσες να την κερδίσεις, αλλά γιατί κάποιες μάχες, ορίζονται από την μοίρα και σφραγίζονται από τον έρωτα.
Καμία μάχη με τον έρωτα δεν κερδίθηκε με παρολίγο ευτυχίες. Δεν εκβιάζεται, δεν πιέζεται, δεν επιβάλλεται.
Κι εσύ, που για λίγο πίστεψες πως ήσουν ένας μικρός θεός και μπορούσες να τα επιβάλεις όλα, τώρα στέκεσαι μπροστά σε όλα τα περίπου και όλα τα παρολίγον της ζωής σου.
Βλέπεις καμία παρουσία, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την απουσία της.
Κανένα χαμόγελο δεν μπορεί να γίνει σαν το δικό της. Καμία λέξη δεν μπορεί να μοιάζει με τη δική της.
Κι εκείνη;
Εκείνη γύρναγε και σε έβρισκε..
Σου έδινε με τον τρόπο της το δρόμο να περπατήσεις. Σου έδειχνε το δρόμο για επιστρέψεις..
Μόνο που επιλογή σου, δεν έγινε ποτέ.
Βλέπεις αυτό που ποτέ δεν κατάλαβες, είναι πως δεν είχε έρθει για να διεκδικήσει τίποτα από την ζωή σου.
Δεν είχε έρθει να ξεβολέψει κανένα από τα κουτάκια σου.
Δεν ήθελε ούτε τον έλεγχο, ούτε την δύναμή σου.
Ήθελε να είναι ο λόγος που θα χαμογελούσες. Ήθελε να είσαι το χαμόγελό της.
Ήθελε να είναι οι κλεμμένες στιγμές σου. Ήθελε να είσαι η στιγμή της.
Ήθελε να είναι η καληνύχτα σου.. η καλημέρα σου.. το αστείο που δεν καταλαβαίνει κανείς άλλος.
Ήθελε να είναι η φίλη σου, η έμπιστή σου, ο πόθος σου, η καύλα σου..
Δεν σου ζήταγε, γιατί ήθελε ό,τι της έδινες.. να το έδινες ελεύθερα.
Κοιτάς μια φωτογραφία της. Από τότε που ακόμη χαμογελούσε μόνο για εσένα.
Εκείνη δεν έχει.. τις έσβησε όλες σε μια στιγμή που θέλησε να σου χαρίσει την ελευθερία σου. Τις έσβησε γιατί δεν τις χρειαζόταν.
Μέσα της σε κουβαλάει ακόμα. Με την απουσία σου τα μοιράζεται όλα.
Δεν προσπάθησε ποτέ να σε αντικαταστήσει. Ήξερε, πως κανείς δεν μπορεί να αγγίξει εκεί που άγγιξες. Ήξερε πως με κανέναν δεν θα μίλαγε ξανά την ίδια διάλεκτο. Ήξερε..
Ήξερε πως δεν ήθελε εξηγήσεις, δεν ήθελε αναλύσεις.. τις αρκούσαν οι λέξεις σας.
Κι εσύ ήξερες..
Μια μέρα θα πας και θα την βρεις, σκέφτεσαι. Μια μέρα, θα γυρίσεις σκέφτεσαι. Δεν θα την αφήσεις ποτέ ξανά μόνη.
Μια μέρα.. που πάλι δεν την εμπιστεύτηκες αρκετά για να είναι απόψε!