Γράφει η Χρυστάλλα Σωτηρίου
Κάπου, κάποτε, άκουσα πως οι μεγαλύτερες φυλακές έχουν ορθάνοιχτες πόρτες. Δεν το πίστεψα στην αρχή. Εξυπνάδες πάλι, σκέφτηκα. Και κάτι μέσα μου σκίρτησε εκείνη την ώρα. Κάτι σαν να με έσπρωχνε απ’ τα σωθικά μου, χτυπώντας με με δύναμη. Τόση δύναμη που με ανασήκωνε απ’ τη θέση μου, μου τίναζε το θώρακα προς τα μπρος και που μ’ έκανε να χάνω την ισορροπία μου, να σκοντάφτω και να γονατίζω. Και πάλευα να το ημερέψω, να το βάλω πίσω εκεί στη θέση του.
Εκεί, που μου έχουν μάθει από τον καιρό που πήρα την πρώτη μου ανάσα και πρωτοείδα με τα μικρά περίεργα μου μάτια τον κόσμο. Εκεί ανήκει… Εκεί! Ησύχασε το, αγνόησέ το, κρύψε το. Όχι, μη, ντροπή! Πολύ προοδευτικό για τους γύρω σου! Όχι, άστο σου λέω. Πολύ αλλόκοτο και διαφορετικό. Θα το κράξουν, θα τρομάξουν!
Πολύ γεμάτο για τα άδεια τους μυαλά, για τα άδεια τους χέρια! Πολύ μεγάλο για τη μικρή τους αγκαλιά. ΜΗΝ το αφήσεις να βγει! ΜΗΝ το πεις! ΜΗΝ του δώσεις καν σημασία. Ή καλύτερα ξέχνα το ή τουλάχιστον κάνε ότι το ξεχνάς. Βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου! Δεν υπάρχει σου λέω! Κι εγώ το πίστευα.Κι ενώ είχε φωνή, είχε χρώματα, είχε μορφή, είχε μυρωδιές, είχε χαμόγελα• όλα τα είχε.
Κι ενώ τα είχα όλα μπροστά μου, με βία μου έκλειναν τα μάτια να μη βλέπω ότι υπάρχει. Με βία, ώσπου να μάθω από μόνη μου να απλώνω τα χέρια και να ανοίγω τις παλάμες μου για να κλείσω μόνη μου τα δικά μου μάτια. Έτσι είναι, λοιπόν, οι φυλακές μ’ ανοιχτές πόρτες. Σου σκληραίνουν τη ψυχή πιο πολύ κι απ’ τις άλλες, τις συνηθισμένες με τα χοντρά σίδερα, τις κλειδαριές ασφαλείας, τις αδιαπέραστες, τις ψυχρές. Σε κρατούν δέσμιο σε ένα ασφυκτικά μικρό δωμάτιο, ισόβια, χωρίς να μπορείς να εκφράσεις τη χαρά και τη λύπη σου, χωρίς να αναπνέεις.
Κι αν δεν καταστρώσεις το δικό σου σχέδιο απόδρασης κι αν δεν τρέξεις με όλη σου τη δύναμη να δραπετεύσεις, δε ξέρω για πόσο ακόμα θ’ αντέχεις να κρατάς την ανάσα σου. Και θα ‘ ρθει το τέλος. Κι είναι κρίμα να ναι άδοξο. Σε παρακαλώ… Σώσε τον εαυτό σου από την ασφυξία. Δεν είναι δύσκολο… Για αρχή, πάρε μια ανάσα!