Γράφει η Ράνια Σταθάκη
Οι λέξεις σου ήταν όπλο. Κάθε φράση, κάθε σου ψιθυριστό «εννοείται», κάθε «θα δούμε» που πετούσες σαν να μην είχε βάρος, ήταν σφαίρες. Σημάδευες ακριβώς εκεί που ήξερα ότι πονούσα περισσότερο. Και ξέρεις το πιο σκληρό; Εγώ σου έδωσα το όπλο. Σου έδειξα τις αδυναμίες μου, τις πληγές μου, τους φόβους μου. Κι εσύ δεν δίστασες στιγμή να τραβήξεις τη σκανδάλη.
Δεν χρειαζόταν να φωνάξεις. Οι πιο θανατηφόρες λέξεις είναι πάντα αυτές που λέγονται ήσυχα, αθόρυβα. Τα «δεν σε καταλαβαίνω», τα «υπερβάλλεις», τα «δεν είναι τόσο σοβαρό». Ήταν σαν να με έσπρωχνες λίγο-λίγο προς το κενό, περιμένοντας να δω εγώ πότε θα σταματήσω να παλεύω.
Αλλά να σου πω κάτι; Εγώ δεν πέθανα. Επέλεξα να μην πεθάνω. Γιατί ναι, οι λέξεις σου με χτύπησαν. Με έκαναν να αμφισβητήσω τον εαυτό μου, να κοιτάξω τον καθρέφτη και να αναρωτηθώ αν άξιζα όλο αυτό το βάρος. Αλλά κάθε φορά που έπεφτα, κάθε φορά που ένιωθα τις σφαίρες σου να με διαπερνούν, έβρισκα τη δύναμη να σηκωθώ. Γιατί στο τέλος της μέρας, κατάλαβα κάτι που εσύ δεν θα καταλάβεις ποτέ: η δύναμη δεν είναι να μην πληγώνεσαι. Είναι να επιβιώνεις.
Δεν είμαι εδώ για να σου πω «ευχαριστώ». Δεν είμαι εδώ για να σε συγχωρήσω. Είμαι εδώ για να σου πω ότι οι λέξεις σου μπορεί να ήταν όπλο, αλλά το πάτημα της σκανδάλης ήταν η επιλογή σου. Και η δική μου επιλογή ήταν να μην αφήσω το δηλητήριό σου να με καταστρέψει.
Τώρα πια, δεν σε χρειάζομαι. Δεν χρειάζομαι τα λόγια σου, τις εξηγήσεις σου, ούτε τα ψεύτικα «συγγνώμη» σου. Το μόνο που έχω είναι οι πληγές μου – και ξέρεις τι; Αυτές είναι δικές μου. Κάθε μία από αυτές λέει ότι έζησα, ότι πάλεψα, ότι δεν σε άφησα να με νικήσεις.
Οι λέξεις σου ήταν όπλο. Αλλά εγώ δεν πέθανα. Και αν σήμερα στέκομαι ακόμα όρθια, είναι γιατί έμαθα να επιβιώνω από κάθε σου χτύπημα. Και αυτό, αγαπητέ μου, είναι κάτι που ποτέ δεν θα μπορέσεις να μου πάρεις.