Γράφει η Χρυστάλλα Σωτηρίου
Κλείσε μου το στόμα. Να μην ακούς τις φωνές και τις λέξεις μου.
Αφού δε σε βολεύει κλείσ’το μου.
Αφού τα χαϊδεμένα σου αυτιά δεν έχουν μάθει να ακούνε τη σκληρή μου αλήθεια, ράψε μου το στόμα με το ατσάλινο βελόνι που’ χεις στη ψυχή σου.
Ξέρεις… Οι λέξεις δε βγαίνουν μόνο από το στόμα.
Θα ‘χω ακόμα την πένα μου. Αυτή την πένα που σε πονά. Σε πονά όταν αρχίζει να γλιστράει στο χαρτί της. Σε πονά τόσο η αλήθεια της που δεν το αντέχεις και ψάχνεις συνεχώς τρόπους για να την ξεφορτωθείς. Πέταξε την!
Ρίξε και την πένα μου στον κάδο με τα άχρηστα σκουπίδια και δέσε μου τα χέρια με αλυσίδες και σχοινιά.
Ξέρεις… Οι λέξεις δε γράφονται μόνο στο χαρτί.
Θα ‘χω ακόμα τα μάτια μου να σου μιλάνε όταν έχεις το θράσος να στέκεσαι απέναντί μου και να γελάς ειρωνικά με την ανημπόρια μου, έτσι όπως θα’ μαι εκεί στη γωνιά μου με ραμμένο το στόμα και δεμένα τα χέρια.
Και θα σου μιλώ με το βλέμμα μου… Και θα σου λέω πόσο ντρέπομαι για σένα και πόσο σε λυπάμαι που δεν μπόρεσες να χρησιμοποιήσεις ποτέ τ’ αυτιά σου για να ακούσεις τις αλήθειες και τις πραγματικότητες των άλλων.
Δέσε μου και τα μάτια, λοιπόν, αν δεν σε βολεύει κι η περιφρόνησή μου.
Κάλυψέ τα με το πιο παχύ και το πιο μαύρο ύφασμα που μπορείς να βρεις.
Ξέρεις… Οι λέξεις πάντα θα υπάρχουν…
Οι λέξεις ζούνε στις ψυχές.
Πάρε μου και την ψυχή αν θέλεις. Σκότωσέ με.
Διέγραψε με από το χάρτη.
Οι λέξεις μου θα είναι εδώ.
Οι λέξεις πάντα θα υπάρχουν.
Οι λέξεις ζούνε στις ψυχές.
Κι οι ψυχές δεν πεθαίνουν!