Γράφει η Σοφία Σοφιανίδου
Δικοί μας άνθρωποι· εκείνα τα πλάσματα, που ανεξαρτήτως αν μάς ενώνουν δεσμοί αίματος ή όχι, είναι εκείνοι που σκέφτονται για εμάς πριν από εμάς. Είναι σαν αυτόφωτοι αστέρες που φροντίζουν να βρίσκονται στη ζωή μας επειδή το θέλουν κι όχι επειδή πρέπει. Και είναι ευχής έργον να έχει ο καθένας από εμάς περισσότερους από έναν.
Μάθαμε να αποκαλούμε οικογένεια αυτούς που μας δένει μια συγγένεια και φίλους όσους συναντάμε στην πορεία της ζωής μας και μένουν, παρόλες τις δυσκολίες ή παραξενιές που μπορεί να έχει ο χαρακτήρας του καθενός μας. Είναι όμως έτσι; Είναι πιο δικός μας άνθρωπος ένας αδερφός εξ αίματος που γνώμονας του, για να είναι αδερφός, είναι τα δικά του πρέπει και θέλω με το έτσι θέλω; Ή είναι πραγματικό καρντάσι εκείνος που ναι μεν διαφωνεί με κάποιες μας επιλογές αλλά στέκεται βράχος δίπλα μας ανεξαρτήτως των αποφάσεων που θα πάρουμε για τη δική μας τη ζωή;
Πόσο οικογένεια είναι η αδερφή που μονίμως κατακρίνει τον τρόπο ζωής μας και μάς «τιμωρεί» απέχοντας από αυτή; Πώς μετράμε την οικογενειότητα; Υπάρχει σχετική μονάδα; Μήπως, τελικά, μάς κάνει πιο εύκολη τη δική μας ζωή η απουσία τέτοιων χαρακτήρων από αυτήν; Και στον αντίποδα γιατί η καρντασίνα «εξ’ αγχιστείας» ή από επιλογή – ακόμη κι αν έχει την ίδια διαφωνία με εκείνη του αίματος- παραμένει στη ζωή μας και με κάθε ευκαιρία είναι δίπλα μας;
Είναι πασιφανές πως κανένα ρόλο δεν παίζουμε εμείς για τις παραπάνω συμπεριφορές αλλά ο χαρακτήρας των ανθρώπων. Γιατί είναι πολύ δύσκολο να κάνεις αυτοκριτική αλλά πανεύκολο σκέτη κριτική με όχι εποικοδομητική διάθεσή αλλά επικριτική. Όλοι, ή τουλάχιστον όλοι, πέφτουμε σε τέτοιες παγίδες συμπεριφοράς. Κάπου, κάποτε έχουμε βρεθεί κι εμείς στη θέση των επικριτών και αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό αν εντέλει διαγνώσαμε τα λάθη μας και βελτιώσαμε την ενσυναίσθησή μας. Παραμένει αφύσικο όμως να είμαστε πάντα εμείς οι επικριτές με το δίκιο στο μέρος μας και όλοι οι άλλοι να έχουν μονίμως άδικο.
Στις πολύ διαπροσωπικές μας σχέσεις σπαταλάμε πολύ χρόνο και πολύτιμη ενέργεια να ανακαλύψουμε τον δικό μας άνθρωπο, αυτόν που θα ερωτευτούμε και θα μας καψουρευτεί, αφήνοντας να εννοηθεί πως αυτός είναι ένας σκοπός που πρέπει οπωσδήποτε να εκπληρώσουμε για να είμαστε καλά, ολοκληρωμένοι και ευτυχισμένοι. Και κάπως έτσι κάνουμε όλοι στόχο της ζωής μας μια επιτυχημένη σχέση (αλήθεια τώρα, πιστεύουμε ακόμη ότι υπάρχει;) μένοντας τις περισσότερες φορές σε αυτό που φαίνεται παρά σε εκείνο που είναι και ψάχνουμε ο ένας στον άλλον παράταιρα πράγματα αρκεί να μην είμαστε μόνοι.
Αντιλαμβανόμαστε το παράδοξο έτσι; Πώς θα νιώσεις οικογένεια σου κάποιον απλά και μόνο επειδή έχει τον ίδιο αίμα με σένα αν ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να είσαι εσύ καλά όπως εσένα σου αρέσει παρά μόνο να είσαι καλά με τα δικά του κριτήρια; Γιατί εσύ που σου αρέσει η θάλασσα πρέπει να δείξεις περισσότερο ενθουσιασμό για το βουνό που αρέσει σε μένα επειδή είμαστε ζευγάρι; Και αυτά είναι τα αστεία της υπόθεσης. Υπάρχουν πολύ σοβαρά θέλω τα οποία τους παίρνουν τη θέση τα πρέπει, και κάπως έτσι σκάμε όλοι σαν χύτρες που δεν εξαερώθηκαν σωστά.
Δικοί μας άνθρωποι είναι εκείνοι που χαίρονται με τη χαρά μας, στεναχωριούνται με τη λύπη μας και αγαπούν την τρέλα που μάς δέρνει με όποια ατέλεια κι αν έχουμε. Γινόμαστε οικογένεια κάποιου με το νοιάξιμο και όχι με την αδιαφορία. Γιατί στην αδιαφορία μόνο με το ίδιο νόμισμα απαντάμε. Σημασία έχει να ζει ο καθένας τη ζωή μου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για εκείνον κι όχι για τον περίγυρό του. Σημασία έχει ποιοι είναι στη ζωή μας και σε ποιανών τις ζωές επιλέγουμε να είμαστε τελικά.
Να ζούμε τη ζωή μας, αυτό είναι το μυστικό. Κι αυτό είναι ό,τι πιο δικό μας μπορεί να έχουμε ποτέ και οι πραγματικά δικοί μας άνθρωποι το γνωρίζουν καλά.