Γράφει ο Νίκος Θεοδωρίδης
Πεθαίνω να σε δω. Ναι, πεθαίνω. Όχι από λαχτάρα, αλλά από την ανάγκη να κλείσω επιτέλους αυτό το κεφάλαιο. Να σε δω ξανά, έστω και για μια μέρα, κάτω από αυτό το δήθεν ρομαντικό φως του φεγγαριού που κάποτε μας τύλιγε. Να σε πάρω μια αγκαλιά τόσο σφιχτή που να λιώσει η ψεύτικη εικόνα που είχα για σένα. Να θυμηθώ ξανά το φιλί σου, αυτό που έλεγες πως έκαιγε, και το γαλλικό σου άρωμα – θυμάσαι; Αυτό που τάχα πλημμύριζε τα πάντα και άνθιζε κάθε πληγωμένο λουλούδι. Μόνο που τελικά, τα λουλούδια τα πλήγωνες εσύ.
Θέλω να ξυπνήσω όλες εκείνες τις χαμένες μνήμες. Όχι για να τις ξαναζήσω, αλλά για να τις κάψω. Να αγγίξω το πρόσωπό σου, να χαϊδέψω το όμορφο κορμί σου, όπως τότε. Και να συνειδητοποιήσω πως ήταν απλά ένα περίβλημα. Να γυρίσουμε σε εκείνο το μέρος που περάσαμε τα καλοκαίρια μας, στην παραλία που κάναμε έρωτα, εκεί που μοιραστήκαμε τα όνειρά μας κάτω από τον απέραντο ουρανό. Να ανταμώσουμε εκεί, μόνο και μόνο για να δεις πόσο ξένοι έχουμε γίνει.
Να ξαπλώσουμε στην αμμουδιά, να κοιτάζουμε τη θάλασσα και το κύμα να δροσίζει τα πόδια μας. Και θα σου μιλώ. Όχι για έρωτα. Θα σου μιλώ για όλο αυτό το διάστημα που η ψυχή μου σάπιζε μακριά σου. Για το πώς άνοιξα τις πύλες της κολάσεως, έτοιμος να κάνω συμφωνία με το διάβολο, όχι για να σε έχω, αλλά για να σε δω να συνειδητοποιείς τι έχασες, έστω για αυτή τη μία μέρα. Και μετά, ας χαθώ. Δεν έχει σημασία πια.
Απλά θέλω να νιώσεις τον χαμένο χρόνο, να αισθανθείς όλον αυτό τον πόνο που μου προκάλεσες. Και ποιος ξέρει; Ίσως συγκινηθείς. Ίσως κάπου βαθιά μέσα σου να υπάρχει ακόμα εκείνη η φλόγα του έρωτα που μου έδωσες, πριν την κάνεις στάχτη. Ίσως, σε αυτόν τον κόσμο, να μπορέσουν και πάλι οι δυο ψυχές μας να γίνουν μία και να πορευτούν στο ίδιο μονοπάτι. Ή μάλλον, ίσως να συνειδητοποιήσουμε και οι δύο, πως δεν υπήρξε ποτέ κανένα μονοπάτι, μόνο ένας δρόμος χωρίς επιστροφή.
