Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Κάθε βράδυ σκορπίζομαι για να μην μου λείπεις.
Κάθε βράδυ παραμονεύω στις γωνίες μήπως και φανείς.
Κάθε μέρα με σκοτώνω για να βρεις μία να αγαπήσεις ξανά, ακούς;
Πώς να κηδέψω την απώλεια, πώς να γυμνώσω την σιωπή;
Δεν μπόρεσα να λιγοστέψω τον παλμό μου, να μην χτυπάει μέσα σου, πάνω σου, δίπλα σου, σ’ό,τι αγγίζεις, σ’ό,τι ανασαίνεις, σ’ό,τι μυρίζεις, σ’ό,τι σε πονάει.
Γιατί όταν πονάς, πονάω κι εγώ.
Πώς να υπάρχω σ’άλλο σώμα, πες μου. Γιατί αυτό το σώμα δεν μου ανήκει.
Γιατί δεν ξέχασα ποτέ. Γιατί δεν μπόρεσα να χωρέσω σ’άλλη αγκαλιά, δεν μπόρεσα να χορτάσω σ’άλλο στόμα.
Κι ό,τι κόκκινο απέμεινε, το κράτησα επάνω μου να μου θυμίζει τ’όνομά σου.
Τα βράδια κοιτώ το φεγγάρι μήπως και φανείς.
Έφυγες αλλά η ψυχή μου είναι ακόμη μαζί σου.
Έφυγες κι εγώ σκαρφάλωσα σε ένα άδειο ρολόι να γεμίσω τις ώρες που θα μου λείπεις.
Υπήρχες μέσα μου σαν όραμα, σαν φωνή που δεν μπορούσα να ακουμπήσω κι όμως μου ήταν τόσο οικείο λες και ήσουν εκεί.
Εκεί απ’όπου δεν έφυγες ποτέ.
Μέσα μου, τόσο βαθιά, σαν μια θύελλα που λυσσομανάει.
Μου λείπεις όπως όλα εκείνα τα πράγματα που ποτέ μας δεν θα πούμε.
Τι ακόμα να γυρέψω, τι να θυμηθώ στην παρουσία της απουσίας.
Κι όλα αυτά που γυρεύω με ποια φωνή να τα ζητήσω;
Με τι χρώμα να βάψω την λύπη του “μου λείπεις”;
Μου λείπεις, μα δεν μου λείπει το σώμα σου, αλλά αυτό που μεταμορφωνόταν το δικό μου στην αγκαλιά σου!