Γράφει η Μαρία Σταματοπούλου
Ήταν άντρας παλαιάς κοπής που σε γυναίκα, ποτέ δεν ζήταγε συγγνώμη άσκοπα.
Κόμπος στον οισοφάγο η λέξη κι ούτε να την καταπιεί μπορούσε, γιατί ήταν δίκαιος. Ακριβοδίκαιος,
ούτε, και να την ξεστομίσει.
Εκείνη πάλι, που είχε γεννηθεί στο μέλλον και από λάθος του καιρού ήταν εδώ, περίμενε με υπομονή, την έκφραση που θα έδειχνε ότι είχε καταλάβει το σφάλμα του.
Μία λέξη με τρεις συλλαβές, που είχαν σκαλώσει στον ουρανίσκο του και αρνιόντουσαν πεισματικά να βγουν, στο φως, από φόβο μίας υποταγής.
Μεσάνυχτα και κάτι, λίγο πριν κλείσει η κουβέντα τους με χαμηλή και σταθερή φωνή της είπε
– Να σου ζητήσω θέλω μία συγγνώμη, αν και δεν συνηθίζω να το λέω εγώ αυτό.
Χαμογέλασε εκείνη, γιατί μέσα της άκουγε την αγάπη να παίρνει τη σκυτάλη από την καρδιά του, και να της την παραδίδει.
Οι διαφορές, τα λάθη, κανένα τόπο δεν είχαν πια για να σταθούν ανάμεσά τους.
Το ταξίδι τους, ήταν μακρύ και θα συνεχιζόταν όπως πάντα.
Αιώνες τρεις και κάτι…
Τώρα το ήξεραν.
Μία σύμβαση αγάπης με κατανόηση, με σεβασμό τους έδενε τους δυο τους.