Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Προσπαθώ να σε σκοτώσω, να βγάλω την θύμηση σου από μέσα μου, να μην αφήσω τίποτα από εσένα, και θυμώνω μαζί μου γιατί μ’έχασα!
Γιατί άφησα να με χάσω, γιατί με κομμάτιασα, γιατί με γέμισα πόνο. Να πονάω τόσο και να μην θέλω να σε ξεχάσω.
Φοβάμαι να σε ξεχάσω. Φοβάμαι να ζήσω χωρίς την θύμηση σου. Αλλά με πονάει τόσο που δεν μπορώ να αναπνεύσω. Δεν μπορώ να συνεχίσω, δεν μπορώ να υπάρξω ακέραια. Και λέω ακέραια γιατί εγώ δεν ήμουν έτσι. Και πρέπει να φύγω να με ξαναβρώ, να θυσιάσω εμένα για μένα.
Μην βλέπεις τον πόνο μου, δεν το αντέχω.
Εσύ προχώρησες το ξέρω και χαίρομαι για σένα.
Δεν θά’θελα τίποτα λιγότερο απ’το καλύτερο να έχεις.
Λιπόψυχη δεν είμαι και δεν θα γίνω ποτέ μου.
Απλά για να αντέξω θα πρέπει να σε διώξω από μέσα μου, να μην υπάρχεις καθόλου.
Καθόλου, μ’ακούς;
Ο θάνατός σου η ζωή μου δεν λένε; Αυτός θα γίνει η δύναμη μου ξανά!
Κι αν σε ξανασυναντήσω “κάποτε” να σε κοιτάξω λες και δεν συνέβη ποτέ τίποτα. Τίποτα!
Και μην κοιτάς την ψυχή μου τώρα, στα μάτια να με κοιτάξεις μόλις περάσει η καταιγίδα.
Και να θυμάσαι πάντα, “όσο πιο ηχηρό είναι το θέλω, τόσο πιο βροντερό γίνεται το δεν θέλω”.
Είναι η καταιγίδα που πλησιάζει γι’αυτό προφυλάξου, ντύσου ζεστά να μην κρυώσεις!