Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Λέξεις, σκέψεις όλες λυσσασμένες.
Όλες πειραγμένες απ’ την απουσία σου.
Όλες προσπαθούν να σ’ ορμήσουν και να σε δαγκώσουν.
Να δαγκώσουν την μικρή φλεβίτσα που έχεις στον λαιμό σου και να μετριάσουν την λύσσα τους.
Δυνάμωσε κι ο αέρας κι άρχισα να φτιάχνω στον νου μου σκηνές από μια ταινία που έχουμε παίξει.
Η δική μας ταινία παίζει κι εγώ στο τζάμι να σ’ αποζητώ.
Να νοιώσω θέλω λίγο την αφή σου, το φιλί σου, την ψυχή σου.
Να νοιώσω ό,τι έχεις για εμένα κρατήσει.
Γιατί κρατάς αναμνήσεις, γιατί κρατώ αναμνήσεις.
Φυσάει έξω, λυσσομανάει αναμνήσεις κι εγώ δεν ξέρω από που να κρατηθώ.
Ξέρω μόνο ότι τις ώρες που μου λείπεις αχνοφαίνεται η μορφή σου στο τζάμι και προσπαθώ να σ’ αγκαλιάσω.
Ν’ αγκαλιάσω θέλω όλες τις ρωγμές του πόνου σου.
Όλα εκείνα τα ψήγματα που σε πονάνε.
Να τα φιλήσω κι όλα να περάσουν.
Χτυπάει ένας ήχος λίγο πιο πέρα, αλλά το μυαλό μου είναι σταματημένο σε σένα.
Αδύνατον ν’ ακούσω οτιδήποτε.
Κάποτε είχα πει ότι δεν θα αφήσω να με συνεπάρεις τόσο, αλλά η καρδιά από μόνη της λυσσομανάει για σένα.
Χτυπάει όταν είσαι εδώ, χτυπάει όταν μου λείπεις.
Κι αισθάνομαι σαν ένα μικρό κλαράκι δέντρου που το πήρε ο άνεμος.
Δεν μπορώ να συμμαζέψω την ψυχή μου, γιατί κυλάει πάνω σου, μέσα σου.
Κι απορώ με το θυμικό μου που δεν σταματά να σε κυριαρχεί όλη μέρα.
Κι αυτή η μυρωδιά σου να κυλάει πάνω στην μοναξιά μου.
Κι αυτή η αναπνοή σου να χτυπιέται με την ανάσα μου, αυτήν που αγκομαχάει χωρίς εσένα.
Κι αυτή η αφή σου που με τρελαίνει και με κρατάει ξύπνια τις νύχτες.
Έλα μην αργείς, γιατί θόλωσε το τζάμι και δεν σε βλέπω.
Έλα μην αργείς, πάμε να κάνουμε μια μαγεία μαζί