Με νίκησες, όταν με έκανες να γελάω σπάνια και να φοβάμαι να ζήσω
Γράφει η Αμάντα Παναγιώτου
Χειμωνιασε για τα καλά και εσύ δεν είσαι εδώ.
Ξέρεις με θλίβει αυτός ο καιρός,
κρυωνω πιο πολύ μέσα μου.
Άναψαν και αυτά τα λαμπάκια, ο κόσμος αναζητά πλέον μια γιορτή για να χαμογελάσει και θεέ μου πόσο λυπηρό είναι όλο αυτό.
Μια χαρμολύπη νιώθουν όσοι κοιτώντας παντού στολίδια κάτι τους λείπει, μέσα σε αυτούς είμαι και εγώ και πόσο σπαραζουν τα μέσα μου μόνο η ψυχή μου το ξέρει.
Είναι που τις καλύτερες ευχές τις είχα πάρει τότε που στολιζαμε το δικό μας δέντρο, θυμάσαι τότε πόση χαρά είχα;
Στο δικό μας σπίτι, με κόκκινες λεπτομέρειες θυμάμαι, να βλέπουμε παντού τον έρωτα.
Έναν έρωτα που είχαμε καταφέρει να κρατάμε ζεστό ακόμα και όταν όλοι οι άλλοι ετρεμαν από τη παγωνιά.
Αναρωτιέμαι αν θα νιώσω πότε ξανά έτσι.
Δεν ξέρω αν θέλω να νιώσω πότε ξανά έτσι.
Και να τα καταφέρω όμως τίποτα δε θα είναι ίδιο.
Ξέρεις γελάω σπάνια πια, κρατάω επιφυλάξεις για ότι καινούριο έρχεται, έτσι με έκανες, να φοβάμαι και τη σκιά μου, να τρέμω μήπως πληγωθω ξανά.
Ξέρω πως δε νοιάζεσαι όμως αδιαφορώ.
Τελικά κατάφερες να μου αφήσεις πολλά απωθημένα, κατάφερες να με κάνεις να πονάω πάντα στις γιορτές και να σε ψάχνω σε ότι θυμίζει γέλιο.
Αυτό το γέλιο θέλω να ξαναβρώ, μου το χρωστάω άλλωστε.
Και εκείνο το πιο δυνατό που έμοιαζε με χαρά μικρού παιδιού κρατά το, κάπου εκεί στο έχω αφήσει να θυμάσαι πάντα πως έστω και για λίγο έκανες έναν άνθρωπο ευτυχισμένο.
Εμένα…