Γράφει η Κατερίνα Παπαδοπούλου
Κάποτε, σε κοίταζα σαν να ήσουν ο κόσμος όλος. Έψαχνα στα μάτια σου απαντήσεις, δύναμη, ίσως και μια δόση ελπίδας που δεν μπορούσα να βρω αλλού. Και κάθε φορά που γύριζα να σε κοιτάξω, ήσουν εκεί – σταθερός, γνώριμος, το λιμάνι που με έκανε να νιώθω ασφάλεια.
Μα ξέρεις κάτι; Τα λιμάνια δεν είναι για πάντα. Υπάρχουν για να μας κρατάνε, αλλά όχι για να μας φυλακίζουν. Κι εσύ, χωρίς να το καταλάβω, έγινες το αγκυροβόλι μου. Ένα σημείο που έμενα γιατί δεν ήξερα πώς να φύγω, όχι γιατί το ήθελα πραγματικά.
Τώρα όμως, κάτι μέσα μου αλλάζει. Δεν σε ψάχνω όπως παλιά. Δεν θέλω να σε βρω για να δικαιολογήσω την παρουσία σου στη ζωή μου. Και κάθε φορά που κοντοστέκομαι να δω αν είσαι εκεί, η ανάγκη να γυρίσω να σε κοιτάξω γίνεται όλο και πιο αδύναμη.
Δεν φταις μόνο εσύ – φταίω κι εγώ που άφησα τα βλέμματά μας να γίνουν συνήθεια. Που σου έδωσα την άδεια να γίνεις δεδομένος, ενώ εγώ έπρεπε να φτιάχνω κόσμους για μένα, όχι να περιμένω τους δικούς σου να χωρέσουν και τους δύο μας.
Ξέρεις πώς θα τελειώσει αυτό; Θα σου πω. Μια μέρα, θα φτάσω στο σημείο που δεν θα υπάρχει πια κανένας λόγος να γυρίσω να σε κοιτάξω. Όχι γιατί δεν νοιάζομαι, όχι γιατί σε ξέχασα. Αλλά γιατί δεν θα υπάρχει κάτι να βρω εκεί που κάποτε στεκόσουν.
Μέχρι τότε, σου εύχομαι να βρεις κάποιον που θα γυρίζει να σε κοιτάζει όπως εγώ, πριν χάσεις την ευκαιρία να κάνεις το βλέμμα του να μείνει. Εγώ, όμως, μαθαίνω να κοιτάζω μπροστά. Και κάθε βήμα που κάνω με πάει λίγο πιο μακριά σου.