Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Και κάποια στιγμή κατάλαβα ποια είμαι.
Αυτή που δεν θα άλλαζε, ούτε θα αλλάξει το χαμόγελο της για κανέναν που δεν την αγγίζει, για κανέναν που δεν την καταλαβαίνει, για κανέναν που δεν την αγαπάει. Πόνεσα πολύ για να φτάσω εδώ και θα πονέσω κι άλλο, άλλωστε ο πόνος είναι αυτός που μας κάνει σοφότερους και καλύτερους. Και γεμίζω σιωπή τις λέξεις μου, γιατί πονάνε όταν μιλάνε, πονάνε όταν φωνάζουν.
Κάπου χάνομαι στην διαδρομή και κάπου ξαναμαζεύομαι. Είναι που μεγάλωσα και τα περνάω όλα από μια ζυγαριά.
Δεν ήμουν έτσι. Ήμουν αυθόρμητη, ήμουν παρορμητική και τώρα από φόβο κουμπώνομαι και σφίγγομαι. Μα η ουσία δεν είναι να αγαπάμε και να αγαπιόμαστε; Γιατί να μην μπορώ να εκφράσω ελεύθερα ότι αισθάνομαι; Γιατί να φοβάμαι το τι θα σκεφτεί ο άλλος; Να φοβάμαι μην τρομάξει και φύγει; Αν θέλει να φύγει είναι ελεύθερος, όπως ήταν πάντα δηλαδή.
Αυτό που δεν μπόρεσα πότε να καταλάβω, είναι γιατί οι άνθρωποι δεν αυτοσαρκάζονται. Αν θέλεις να μάθεις να λυγίζεις, να μην είσαι άκαμπτος. Όποιος ξέρει να λυγίζει, έρχεται η στιγμή που επανέρχεται στο σωστό του σχήμα.
Μια ζωή η συμβουλή ήταν μία κι άρχιζε με “μη”, “μην” κλαις, “μη” θυμώνεις, “μη” μιλάς, “μην” αντιμιλάς, “μη” στεναχωριέσαι, “μη” σκύβεις το κεφάλι, “μη” λυγίσεις. Εγώ, λοιπόν, σου λέω να κλάψεις , να θυμώσεις, να αντιμιλήσεις, να ουρλιάξεις, να στεναχωρηθείς και να στεναχωρήσεις, να λυγίσεις τόσο, που να δεις τα πράγματα απ’την ανάποδη. Πώς αλλιώς θα μάθεις τι βάρος σηκώνουν τα γόνατα σου, αν δεν λυγίσεις;
Κάνουμε εκατομμύρια σκέψεις στο μυαλό και η αλήθεια πουθενά. Μόνο λέξεις διαστρεβλωμένες προκειμένου να μην πληγώσουν. Μάθαμε να χαϊδεύουμε αυτιά, να λέμε ναι από συνήθεια κι όχι γιατί ο άλλος αυτό θέλει να ακούσει.
Το χαίρομαι που δεν συμβιβάστηκα ποτέ, ξέρω πως το τίμημα είναι μεγάλο και κάποιες φορές οδυνηρό. Αλλά τα ψέματα κι η υποκρισία με σκοτώνουν. Γιατί η αλήθεια πονάει, αλλά το ψέμα σκοτώνει. Και εγώ τους αγαπάω τους ανθρώπους για να τους σκοτώνω.