Γράφει η Μαρία Κυπραίου
Δεν ακούς, ποτέ σου δεν άκουσες.
Η φωνή εκείνη που έβγαινε από μέσα μου, σου πέρναγε πάντα αδιάφορη.
Ήσουν από εκείνους που η μοναδική φωνή που άκουγαν ήταν ο εαυτός τους.
Εκείνος ο εαυτός, ο παρτάκιας που δεν έμαθε ποτέ κάτι για κάποιον άλλο.
Εκείνη η φωνή όμως, η δική μου φωνή, έπνιγε. Έπνιγε ακόμα και εμένα την ίδια. Για τα δίκια που δεν έβγαιναν από το στόμα μου. Γιατί δεν ακουγόμουν ποτέ. Και έφτασε εκείνη η στιγμή που αυτό το πνίξιμο έγινε βαρύ και με κατάπιε. Ήταν αδιέξοδο.
Έπρεπε να μιλήσω. Μόνο που τότε ήταν πια πολύ αργά, γιατί εκείνη η φωνούλα, η μικρή, απαλή σχεδόν τραγουδιστή, είχε γίνει αγρίμι έτοιμο να σε κατασπαράξει. Και τα κατάφερα. Για μια φορά σε όλη μου τη ζωή τα κατάφερα.
Ανέβασα όλα τα ντεσιμπέλ που μπορούσα, απλώθηκα σαν χείμαρρος και σε αποστόμωσα.
Γελάω.
Για μια φορά στη ζωή σου δεν είχες να δώσεις καμία απάντηση για αυτά που συνέβαιναν.
Για μια φορά στη ζωή σου κατάφερε κάποιος να σε αποστομώσει και αυτή ήμουν εγώ.
Και ήταν αλήθεια πάρα πολλά εκείνα που ήθελα να σου πω και τα είπα.
ΌΛΑ, μονοκόμματα, με μια ανάσα όλα απλώθηκαν μπροστά σου. Εσύ τα έχασες για μια στιγμή, προσπάθησες να βρεις την αυτοκυριαρχία σου μα δεν σε άφησα.
Βλέπεις ήταν να μην γίνει η αρχή, ήταν να μην πάρω φόρα.
Εν τέλει τα κατάφερα, στα είπα όλα, έμεινες να με κοιτάζεις σαν να μην κατάλαβες τι έγινε μόλις τώρα και μετά, χωρίς να σε ρωτήσω, χωρίς να σε κοιτάξω άλλο έκλεισα την πόρτα και έφυγα.
Ήταν το πρώτο μου φευγιό και δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ένιωθα ανάλαφρη και «καθαρή».
Δεν χρειαζόμουν τίποτα πια.
Να μιλάτε, να μιλάτε για αυτά που σας ενοχλούν. Κι όταν δεν σας ακούν, να ανεβάζετε πιο ψηλά τη φωνή σας. Να τους κάνετε να σας ακούν.