Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Το ξέρω πως κουράστηκες, πως σώπασες, αλλά δεν συγχώρεσες ποτέ τον εαυτό σου.
Σιωπή, σιωπή, σιωπή.
Ποτέ δεν μου άρεσε στ’αλήθεια αυτή αντίδραση, γιατί αντίδραση είναι κι όχι δράση.
Δεν τα πάω καλά με τις σιωπές, από παιδί μου άρεσαν οι φωνές και οι εκρήξεις.
Δεν άκουσα ποτέ την λέξη σώπα.
Γιατί να σιωπήσω;
Ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις να σιωπήσω;
Θα μιλήσω και θα φωνάξω, δεν θα κρατήσω τις λέξεις που απ’την ψυχή μου αναβλύζουν.
Αλλά πια δεν καταλαβαίνεις, δεν νιώθεις, δεν μαρτυράς τίποτα.
Άρα δεν ζεις, προσπερνάς την ώρα που τρέχει αλύπητα από πάνω σου και ελπίζεις να δεις κάτι διαφορετικό.
Μα ότι κι αν δεις, δεν σε αγγίζει πλέον, γιατί είναι αργά πια.
Μόνο για πες μου, πώς μακριά σου να αντέχω;
Πώς φτάνει η ψυχή σε τόσο βάθος;
Πώς να φιλήσω το πρωί, όταν δεν υπάρχεις στο άπλετο φως μου;
Τους συγχώρεσα όλους μάνα, τον εαυτό μου δεν μπορώ να συγχωρήσω και πολεμάω μαζί του κάθε μέρα.
Τι να κοιτάξω πλέον, προς τα που να γείρω, πώς να αντέχω τα λεπτά, τις ώρες, τις μέρες μακριά του.
Να εκπαιδεύσω ξανά το εγώ, γιατί δεν υπάρχει εσείς, δεν υπάρχει εμείς, δεν υπάρχει αυτοί, δεν υπάρχει μαζί.
Καταρρέω στις λέξεις και γράφω, γράφω, γράφω και τίποτα δεν γράφω.
Δεν μιλάω πια, γιατί έχει σιωπήσει η καρδιά μου.
Τον έχασα μάνα και δεν ξέρω πως να τ’αντέξω.
Πώς ν’αντέξω την φυγή, πώς ν’αντέξω τον διωγμό;
Μυρίζει θάνατος κι εγώ φοβάμαι.
Φοβάμαι να σύρω τα λόγια μου μήπως τον πληγώσω.
Μα τι να πω, ποια λέξη να ζητήσω αυτό που τώρα νοσταλγώ, είναι η ζωή μου πίσω.
Νά’χω ένα λόγο για να πω, να βγω να τραγουδήσω.
Τις μνήμες που χαθήκανε στην αγκαλιά μου τις σκορπώ, τα λόγια που στερέψανε μες στην ψυχή μου τα κρατώ.
Μίλα, πώς να μιλήσω;
Ίσως καλύτερα να πρέπει να σιωπώ!