Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Ετούτο εδώ το άδικο,
βαρύς σταυρός στην πλάτη μου.
Αυτό το ασήκωτο, της τόσης της απόστασης, σαν Γολγοθάς απότομος.
Αυτό που δεν μιλάμε από κοντά,
καρφιά βαθιά χωμένα μέσα στις παλάμες μου. Κι εγώ μικρός Χριστούλης, να αντέχω ρε γαμώτο τις πληγές μου.
Που δεν σε βλέπω αρκετά,
καταδίκη, τιμωρία και σταύρωση.
Που δεν φιλάω τα χείλη σου,
σφουγγάρι, βουτηγμένο μες στο ξίδι έχω στο στόμα μου, αντί νερό καθάριο.
Που λείπει το άγγιγμα σου απ΄το κορμάκι μου,
θάνατος αργός και ικεσία συνάμα στον Θεό μου, για να με λυπηθεί, τους πόνους μου να αντέξω.
Ληστές δεξιά κι αριστερά μου,
τα τόσα τα ανείπωτα, που δεν στα ψιθυρίζω στο αυτί σου.
Στεφάνι αγκαθωτό πάνω στη σάρκα μου,
ο έρωτας σου, που μου απαγορεύτηκε από τα σκληρά χιλιόμετρα, που ΄χουμε ανάμεσα μας.
Και ποιοι είναι όλοι αυτοί οι περίεργοι, που στέκονται από κάτω μου και κάνουν ότι κλαίνε τάχα, ότι με συμπονάνε και πως καταλαβαίνουνε;
Τα μόνα δάκρυα που ήτανε αληθινά, ήτανε τα δικά μας, στους αποχωρισμούς μας.
Μαρτύριο κανονικό, σου λέω, το να πατάω στην οποία Γη, και να μη σε έχει κάτοικο.
Τι ζόρι Παναγίτσα μου, οι σχέσεις από απόσταση.
Πόσο πολύ κατανοώ Χριστούλη μου, τα τόσα σου τα πάθη.
Τι ειρωνεία Θεούλη μου, εγώ που κάποτε ανέστησα Λαζάρους, στο ξύλο μου κρεμάμενος, ανήμπορος κι ακίνητος, να αργοπεθαίνω…
Ανάσταση γαμώτο. Ή αλλιώς, αφήστε με να κρέμομαι εδώ πάνω!