Γράφει ο Ανδρέας Φιλίδης
Λένε πως ο χρόνος είναι γιατρός. Πως όλα ξεθωριάζουν, πως ό,τι πονάει σιγά-σιγά γίνεται απλώς μια ανάμνηση που δεν ενοχλεί. Μα αναρωτιέμαι, αν φύγεις από τη μνήμη μου, θα φύγεις κι από την καρδιά μου; Ή μήπως το αποτύπωμά σου θα μείνει εκεί για πάντα, σαν σημάδι που δεν φεύγει ό,τι κι αν κάνω;
Σε σκέφτομαι συχνά. Όχι πάντα με πόνο, μα με εκείνη τη γνώριμη αίσθηση του κενού. Σαν κάτι να λείπει από την καθημερινότητά μου, ακόμα κι αν δεν μπορώ να το ορίσω με λέξεις. Είσαι εκεί, σε μικρές στιγμές. Σε ένα τραγούδι, σε μια γεύση, σε μια τυχαία μυρωδιά στον αέρα. Και κάθε φορά που εμφανίζεσαι, ξέρω πως ακόμα σε κουβαλάω. Όχι στη μνήμη μου. Στην καρδιά μου.
Η μνήμη, βλέπεις, μπορεί να ξεγελάσει. Μπορεί να ξεχάσει τις λεπτομέρειες, να ξεθωριάσει τα πρόσωπα, να σβήσει τις λέξεις. Μα η καρδιά; Αυτή θυμάται. Θυμάται πώς ένιωθε όταν σε κοιτούσα, όταν άκουγα τη φωνή σου, όταν μοιραζόμασταν τις σιωπές μας. Η καρδιά θυμάται, ακόμα κι όταν το μυαλό λέει πως όλα είναι περασμένα.
Και τότε σκέφτομαι: ίσως να μην έχει σημασία αν φύγεις από τη μνήμη μου. Γιατί αν η καρδιά μου σε κρατάει, σημαίνει πως ό,τι ζήσαμε άξιζε. Σημαίνει πως ήσουν κάτι περισσότερο από μια απλή ανάμνηση. Ήσουν το συναίσθημα, η αλλαγή, η στιγμή που έκανε τη διαφορά.
Αν φύγεις από τη μνήμη μου, λοιπόν, ίσως να είναι καλύτερα. Ίσως έτσι να σταματήσει το μυαλό μου να σε επαναφέρει στις πιο άβολες στιγμές. Μα από την καρδιά μου; Όχι, δεν πιστεύω πως μπορείς να φύγεις. Γιατί οι άνθρωποι που αφήνουν σημάδι στην καρδιά μας, μένουν εκεί. Όχι σαν βάρος, αλλά σαν υπενθύμιση. Πως ζήσαμε. Πως νιώσαμε. Πως τολμήσαμε να αγαπήσουμε, έστω κι αν χάσαμε. Και αυτό, στο τέλος, είναι που μετράει περισσότερο.