Γράφει η Ματίνα Νικάκη
Περπατάω μες την πόλη μου. Άνθρωποι σε καφέ, μιλούν, λογομαχούν, χαμογελούν. Άλλοι περπατούν βιαστικοί, άλλοι χαζεύουν αμέριμνοι. Παιδιά παίζουν, μία σειρήνα ασθενοφόρου στο βάθος. Εγώ τους κοιτάω.
Οι περισσότεροι έχουμε κάτι κοινό.
Πληγές.
Ο κύκλος μου πια μικρός. Αν κάτσω να μετρήσω πόσοι πέρασαν απ’ τη ζωή μου, αμέτρητοι. Ο καθένας με τη δική του ιστορία, με το δικό του μονοπάτι που στη δύναμη ή την αδυναμία της φωνής τους, στον τρόπο που διεκδικούσαν ή παραιτούνται από τα θέλω τους, καταλάβαινα ότι είχαν δεχτεί τα δικά τους χτυπήματα.
Ένα κοινό που είναι πια στα δικά μου μάτια τόσο ευδιάκριτο και πίστεψε με, με γεμίζει άλλοτε πόνο, άλλοτε θυμό και άλλοτε αγανάκτηση.
Μαχαίρια πάνω τους.
Όλοι οι άνθρωποι πια στα μάτια μου ζουν την καθημερινότητα τους με καρφωμένα μαχαίρια στο κορμί τους.
Γιατί; Γιατί Θεέ μου;
Πού τα φτιάχνουν όλα αυτά τα μαχαίρια να πάω να το κάψω το μέρος αυτό. Να μην υπάρχει πια. Να σταματήσουν να τα σμιλευουν τόσο τέλεια, τόσο κοφτερά, τόσο απονα.
Ποιός βάζει στα χέρια των ανθρώπων τα μαχαίρια αυτά να πάω να τους φωνάξω, ΜΗ.
Μην το κάνετε. Και να τους αγκαλιάσω, να τους πω είναι άδικο. Να βγάλω από πάνω τους τις δικές τους λεπίδες που τους πονάνε και να τους πω πως η αγάπη υπάρχει. Να τους αγκαλιάσω και να τους αφήσω να κλάψουν.
Και κάθε πρωί στο δικό μου καθρέφτη φροντίζω αυτό που έχω στο στήθος καρφωμένο, το δικό μου το μαχαίρι, που κάθε μέρα μπαίνει και λίγο πιο βαθιά.
Και δε με πονάει πια η πληγή, αλλά η ψυχή μου, που ξέρω ποιος μου το κάρφωσε εκεί.
Κι έτσι περνούν οι μέρες, με τα δικά μου χέρια άδεια από ατσάλι, σαν νύχτες που προσεύχονται για το δικό τους ξημέρωμα.