Γράφει η Αστέρω
Τρύπωσες στο κεφάλι μου. Κατάφερες και κατέρριψες το πιο ισχυρό οχυρό μου. Εκεί που υπήρχα μόνη μου κι έκανα κουμάντο. Εκεί που τα είχα όλα σε τάξη και ήξερα πού θα βρω τι. Άλλα τακτοποιημένα στα κουτάκια τους κι άλλα θαμμένα για να ξεχαστούν δια παντός.
Κι ήρθες, άλλοτε διακριτικά με ευγένεια κι άλλοτε με απροειδοποίητη ορμή, θράσος και τόλμη. Στρογγυλοκάθισες σαν να ήταν σπίτι σου, σαν να το ήξερες από πάντα. Κι αφού είχαν προσπαθήσει κι άλλοι να το καταφέρουν ανεπιτυχώς, ένιωθα ασφαλής πως έχω καλά κρυμμένα τα θαμμένα. Εκείνα που κάνουν την καρδιά να χτυπάει σαν ταμπούρλο. Εκείνα που αψηφούν τις σκέψεις κι ανεβάζουν τους παλμούς που φέρνουν πόνο.
Και το σημαντικό δεν είναι πως ήξερες πού να ψάξεις. Είναι που γνώριζες τι θα βρεις. Που είδες πάνω από τις πολλές μάσκες και τους αναρίθμητους ρόλους. Που ενδιαφέρθηκες. Που κατάλαβες σε ποιο σημείο πρέπει να γίνεις αυστηρός, πότε θα συγχωρέσεις, πότε θα απαιτήσεις και πόση κατανόηση πρέπει να δείξεις για τις παλιές πληγές. Κι ας είχες άλλες τόσες κι εσύ.
Και ξαφνικά άρχισε το σώμα να αντιδράει με τρόπο που είχα ξεχάσει πως μπορεί. Να σε ζητάει κι ο πόθος να γίνεται πόνος γλυκός. Από εκείνους της προσμονής και της λαχτάρας. Με ανυπομονησία αλλά και μια καρτερική υπομονή. Χωρίς πρέπει, γιατί και πώς. Μέχρι τη στιγμή που θα γίνουμε ένα και μετά μέχρι την επόμενη στιγμή.
Έριξες την πιο δυνατή άμυνα της ύπαρξής μου. Τι νόημα είχε να αντιστέκομαι πια; Ούτε που σκέφτομαι πώς το κατάφερες. Δεν με ενδιαφέρει η κατάληξη. Δε με νοιάζει για πόσο.
Είναι που ανάμεσα σε εκατομμύρια ψυχές με βρήκες και σε βρήκα. Κι ας κρατήσει ένα βράδυ.
Τρύπωσες στο μυαλό μου. Κι ακόμη κι αν αύριο εξαφανιστείς απ’ τη ζωή μου, να είσαι σίγουρος πως θα ζεις για πάντα εκεί.