Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Όχι ρε φίλε το messenger, απλά δεν το γουστάρω.
Στάλθηκε, διαβάστηκε, δεν διαβάστηκε, διαβάστηκε μετά από ώρες, διαβάστηκε και η απάντηση ήταν ψυχρή.
Γιατί λοιπόν έχουμε τα κινητά τηλέφωνα;
Μήπως για να τηλεφωνούμε;
Μήπως γιατί θέλουμε να ακούσουμε την φωνή απ΄ την άλλη άκρη;
Ποιος ο λόγος να ανταλλάξουμε τηλέφωνα αν δεν με πάρεις ποτέ;
Ποιος ο λόγος να μιλάω μαζί σου αν δεν θέλεις να ακούσεις την φωνή μου;
Ποιος ο λόγος να μιλάω στο messenger, για να λέω ένα τυπικό καλημέρα και μια τυπική καληνύχτα;
Το σιχαίνομαι, το απεχθάνομαι το messenger.
Γιατί αν σου δώσω το τηλέφωνό μου έχεις μπει πλέον στην λίστα των πιο δικών μου ανθρώπων.
Άρα και πρέπει να το χρησιμοποιήσεις.
Και μην το θεωρήσεις αυτό σαν παράπονο.
Δεν κάνω παράπονα, προειδοποιήσεις στέλνω για να ξέρουμε με τι έχουμε να κάνουμε.
Δεν στο έχω πει, αλλά περνάω και μόνη μου καλά, δεν χρειάζομαι πάντα μπελάδες στο κεφάλι μου.
Καλύτερα μόνη, παρά με λάθος τρόπο αγαπημένη.
Γιατί πλέον μου την βαράει το messenger, μου την χτυπάει στον εγκέφαλο.
Είπαμε είναι δωρεάν, αλλά φτωχύναμε τα συναισθήματά μας κι αυτό είναι το χειρότερο.
Δεν θέλω φτωχά συναισθήματα, θέλω απ’ τα άλλα τα πλούσια, τα όλα ή τίποτα.
Είπαμε θα μιλάμε, αλλά εγώ θεώρησα το τηλέφωνο ως μέσο επικοινωνίας κι όχι αυτό που είναι ψυχρό κι ανούσιο.
Από τότε που βγήκε το messenger γίνανε όλοι ψυχροί.
Κι εγώ με την ψυχρότητα έχω κάτι.
Δεν ψάχνω δικαιολογίες αλλά πως να στο πω αλλιώς,
βαριέται το μυαλό μου όταν δεν καθαρίζει το τοπίο.
Όταν η κάθε μέρα σπρώχνει την άλλη στον ίδιο σταθμό.
Όταν δεν κάνεις κάτι για να τ’ αλλάξεις.
Δεν θέλεις ή δεν μπορείς;
Μα αν ήθελες τόσο πολύ θα μπορούσες.
Θα μπορούσες να μου χαρίσεις μια διαφορετική μέρα, για να γεμίσω μια νύχτα με όνειρα.
Αλλά δεν θέλεις στην πραγματικότητα φοβάσαι, φοβάσαι να αφεθείς κι αυτό εμένα με τρομάζει περισσότερο.
Αλλά περισσότερο φοβάμαι τον εαυτό μου που βαριέται αφόρητα.
Βαριέμαι στον ίδιο σταθμό κάθε μέρα, θέλω ν’ αλλάζω τοπία.
Και δεν σου λέω πλέον να κάνεις κάτι, γιατί αν ήθελες θα το έκανες.
Το κατάλαβα έστω και αργά ότι δεν θέλεις, γιατί αν ήθελες θα μου έπαιρνες τηλέφωνο κάθε μέρα να μ’ ακούσεις.
Κι αφού δεν θέλεις να με ακούσεις, δεν θέλω κι εγώ, κατάλαβες τώρα;
Καλύτερα μόνη, παρά με λάθος τρόπο αγαπημένη!