Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Μάτωσε το σ’ αγαπώ μου.
Μάτωσε, γιατί είδε από κοντά την αλήθεια.
Την αλήθεια που από καιρό αρνείται να δει, αυτήν που έμεινε γυμνή και ντρέπεται.
Ντρέπομαι να την αντικρίσω, να την κομματιάσω.
Δεν ενώνονται πλέον τα κομμάτια της.
Κι όσο ζητάω την λύτρωση, αυτήν φοβάται και δεν έρχεται.
Χάθηκε απ’ την ψυχή μας το βλέμμα, αυτό που όταν σε κοιτούσε σε λαχταρούσε.
Πώς να λησμονήσω το βλέμμα σου;
Πώς να λησμονήσω τα μάτια σου;
Και δεν θέλω να σου λέω το πόσο μου λείπεις, γιατί σε πνίγω μου είπες και το σέβομαι.
Κι εγώ δεν θέλω να πνίγω τους ανθρώπους.
Θέλω να ευωδιάζουν γύρω μου.
Είναι δύσκολο να θέλει μόνο ο ένας.
Είναι δύσκολο να μένεις όταν ο άλλος σε πετάει συνέχεια.
Όταν μετανιώνεις για τα αισθήματα που τρέφεις.
Δεν φταις εσύ μωρέ, η καρδιά πάει από μόνη της.
Είναι λάθος μου να πιστεύω ότι μπορεί να αλλάξει η κατάσταση.
Πρέπει να βρω το κουράγιο να φύγω, γιατί πληγώνω την καρδιά μου και δεν μου φταίει σε τίποτα να ανασαίνει ραγισμένη.
Πρέπει να ξεχάσω ότι σε γνώρισα.
Πρέπει να ξεχάσω ότι σ’ αγάπησα πολύ.
Πρέπει να βρω το κουράγιο να νικήσω τον πόνο.
Τον πόνο που δεν σ’ αρνήθηκε ποτέ, ακόμη και τις ώρες που με πλήγωνες, που με πρόδινες.
Ακόμη κι εκείνες τις άμοιρες ώρες εγώ σε λάτρευα.
Δεν ξέρω αν υπήρξα ποτέ μου δειλή, αλλά τώρα δειλιάζω να σ’ απαρνηθώ και κυνηγάω την σκιά σου.
Και δεν μπορώ να προσποιηθώ την χαρά, όταν η λύπη με κατακλύζει.
Λύπη, γιατί σε χάνω, γιατί γλιστράς απ’ τα χέρια μου συνέχεια.
Και το μυαλό μου που σε σκέφτεται συνέχεια κουράστηκε.
Κουράστηκα κι εγώ να αντέχω και να μην αντέχω.
Παιδεύτηκα πολύ μαζί σου και το παραδέχομαι ότι σε διεκδίκησα όσο κανέναν άλλον.
Αν ήτανε όλα αλλιώς.
Να με ζητούσες όσο σε ζητάω.
Να μ’ αγαπούσες όσο σ’ αγαπώ.
Αλλά δεν είναι και λυπάμαι πολύ.
Γι’ αυτό αν πρέπει να λησμονήσω εσένα, θα πρέπει να λησμονήσω κι εμένα!