Γράφει η Μαριάννα Βασιλείου
Σε άφησα πίσω χωρίς πολλές εξηγήσεις, χωρίς να μπορώ να βρω ένα γιατί που να ταιριάζει στη περίσταση. Σε άφησα κι απλά έφυγα χωρίς δικαιολογίες, σκόρπια λόγια και ένα τόσο υποκριτικό “Να είσαι καλά, κι ας μείνουμε φίλοι”.
Δε μας ταίριαζε αυτό, δε μας ταίριαζε εμάς μωρό μου αυτή η γελοιότητα. Εμείς ό,τι ζήσαμε, το ζήσαμε στο “πολύ”, στο “κόκκινο”, δε θα πιάσουμε πάτο τώρα. Δε μας πάει τόσος πολιτισμός και τόση ευγένεια, πώς να στο πω. Τα θέλαμε και τα πάθαμε, τώρα είναι αργά για δάκρυα.
Ήθελα μόνο να σε κοιτάζω φεύγοντας, ήθελα μόνο να σου πω αντίο με τα μάτια κι όχι με πρόχειρες λέξεις που δεν βγάζουν νόημα. Ήθελα να ξέρεις, να ξέρεις τι ήσουν για μένα, ήθελα να ξέρεις πόσα ρίσκαρα, πόσα πόνταρα σ’ αυτή τη ρουλέτα και πόσα ακόμα ήμουν ικανή να αφήσω για σένα . Ήθελα να ξέρεις πόσο πολύ είχες ισοπεδώσει το μυαλό μου και πόσο πολύ με είχα χάσει στη προσπάθεια μου να σε βρω.
Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο λάθος μου. Σου έδωσα τόσα πολλά που προφανώς δεν ήξερες πώς να τα διαχειριστείς . Έδωσα βλέπεις μεγαλύτερο κίνητρο στον εγωισμό σου να δυναμώσει κι άλλο. Γιατί δε με κατέκτησες ποτέ, να με κατέχεις ήθελες και εγώ απλόχερα σου έδωσα αυτό το προνόμιο γιατί δε μπορούσα να κάνω αλλιώς.
Τόσο δυνατό ήταν αυτό που ένιωθα για σένα που κάθε προσπάθεια μου να με σκεφτώ έστω για μια φορά έπεφτε στο κενό . Έπαιρνες πάντα αυτό που ήθελες , ήσουν με ένα τρόπο ασφαλής ενώ εγώ ποτέ.
Περίμενα μόνο να υποχωρήσεις εσύ και η αθεράπευτη κτητικότητα σου και να βρεθούμε κάποια στιγμή στο “μαζί” κι όχι στο δικό σου “εγώ”. Κάπου όμως με κούρασες, τα κόμπλεξ σου, η μόνιμη ανασφάλεια σου, τα δικά σου θέλω που πάντα ήταν πιο ισχυρά.
Με ένα τρόπο ήθελες να είσαι πάντα ο βασιλιάς , ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Κανείς όμως δε βρέθηκε να σου πει πως στο σκάκι αν δε παίξεις σωστά μπορεί να χάσεις τη βασίλισσα. Άλλωστε ένα σκάκι είναι κι ο έρωτας παίζεις και μπορεί να χάσεις ή να κερδίσεις και πίστεψε με ήθελα τόσο πολύ να συμβεί το δεύτερο.
Δυστυχώς όμως σου έκανα ρουα ματ, δε με πρόλαβες γιατί γρήγορα επαναπαύτηκες , με θεώρησες δεδομένη σαν ένα αντικείμενο που ξέρεις σίγουρα ότι υπάρχει πάντα στο καθρέφτη του μπάνιου σου και εσύ μπορείς να το πάρεις και να το ξαναχρησιμοποιήσεις όποτε θέλεις. Τι περίμενες να κάνω;
Σε άφησα λοιπόν. Ναι σε άφησα για να μη με προσπεράσω. Για να μη προσπεράσω την ανάγκη μου να είμαι με έναν άνθρωπο που δε θα με έχει εγκλωβισμένη, που δε θα χρειάζεται να του αποδείξω και να μου αποδείξει τίποτα. Που θα είμαστε ελεύθεροι ο ένας με τον άλλον γιατί μόνο έτσι μπορεί να αναπνεύσει αυτό που νιώθουμε καλύτερα, που θα θέλει να γνωρίσει πραγματικά. Που δε θα εκβιάσει ούτε το ενδιαφέρον μου, ούτε εμένα για να μείνω. Που δε θα με θυσιάσει μπροστά στο βωμό της καλοπέρασης του.
Κι ήταν τόσο κρίμα γιατί ζήσαμε τόσα πολλά μαζί, θα μπορούσε το δικό μας το σενάριο να έχει γραφτεί αλλιώς . Να μην είμαστε από κείνους τους παθιασμένους έρωτες που πάντα καταλήγουν άδοξα. Όχι ότι εγώ δεν ήμουν εγωίστρια, ποτέ δε φταίει πάντα ο ένας σε ένα χωρισμό.
Ήμουν αλλά για μένα ποτέ για σένα . Αυτό ήταν το γαμώτο μου, το γαμώτο που δεν ζήσαμε, που μείναμε στο τέλος ρέστοι με τις τσέπες άδειες. Παίξαμε με σημαδεμένη τράπουλα βλέπεις. Αυτό δε μπορώ να μας συγχωρήσω, το ότι ήμασταν τόσο χέστες για να πούμε αλήθειες έστω και τώρα στο τέλος μας.
Θα μου λείψεις σίγουρα αλλά στο τέλος της μέρας. Έπρεπε να πάρω μια απόφαση να διαλέξω και διάλεξα. Τον εαυτό μου. Είπα να μου ανοίξω επιτέλους τη πόρτα να περάσω. Άλλωστε στο είπα δε στο είπα, ότι είμαι αθεράπευτα εγωίστρια!