Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Δεν ήταν υποχρεωμένη να αγαπάει. Δεν χρωστούσε τίποτα. Κι όμως, στεκόταν εκεί, μέρα νύχτα, μαζεύοντας τα κομμάτια κάθε φορά που διαλυόταν. Έβαζε στην άκρη τις δικές της πληγές για να γιατρέψει τις δικές του, λες και η φροντίδα της ήταν αδιαπραγμάτευτη, αναπόφευκτη, αναγκαία.
Κάποια στιγμή, όμως, το κατάλαβε. Δεν ήταν δουλειά της να μαζεύει ό,τι εκείνος έσπαγε. Δεν ήταν καθήκον της να ανασταίνει μια σχέση που εκείνος είχε καταδικάσει με την αδιαφορία του. Η φροντίδα δεν είναι υποχρέωση. Είναι προνόμιο που κάποιος κερδίζει. Κι όταν αυτό το προνόμιο καταπατηθεί, αίρεται. Χωρίς καμία προειδοποίηση.
Ήταν εκεί όταν εκείνος έπεφτε. Ήταν εκεί όταν οι σιωπές του γίνονταν γροθιές και η αδιαφορία του τρύπωνε σαν κρύο στις λέξεις τους. Όμως έμαθε πως τα χέρια που αγκαλιάζουν μπορούν να σφίξουν γύρω από την καρδιά και να κλείσουν πόρτες. Έμαθε πως η αντοχή έχει όρια και πως η αγάπη δεν είναι ανεξάντλητη, ειδικά όταν δεν τη σέβεσαι.
Δεν του το είπε. Δεν τον προειδοποίησε. Δεν κουράστηκε να δίνει, κουράστηκε όταν ένιωσε μόνη, όταν η χρησιμότητα της ήταν το μόνο που κρατούσε την ισορροπία, όταν η υπομονή της ξεχείλισε και δεν έμεινε τίποτα να κρατήσει, απλώς έφυγε. Ήρεμα. Αθόρυβα. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Κι εκείνος έμεινε να κοιτάζει τα άδεια χέρια του, χωρίς να καταλαβαίνει τι έγινε, χωρίς να μπορεί να πιστέψει πως μια αγάπη τόσο δεδομένη είχε εξαφανιστεί.
Γιατί η φροντίδα και το νοιάξιμο είναι προνόμια. Κι όταν τα προνόμια καταπατούνται, απλώς αίρονται. Χωρίς καμία προειδοποίηση.