Γράφει η Κατερίνα Παπαδοπούλου
Πόσες φορές το είπες; «Δεν πειράζει». Σαν να μην τρέχει τίποτα. Σαν να μην σε άγγιξε αυτό που συνέβη. Κάθε φορά, ένα μικρό κομμάτι σου γινόταν θυσία στον βωμό της σιωπής. Όχι γιατί δεν σε πείραξε, αλλά γιατί δεν ήθελες να ξεβολέψεις τον άλλον.
Το «δεν πειράζει» ήταν η άμυνά σου. Ο τρόπος να διατηρήσεις τις ισορροπίες, να μη φανείς «δύσκολη», να μη δώσεις το βάρος της ευθύνης στον άλλον. Αλλά εσύ το κουβαλούσες. Κάθε φορά που έλεγες «δεν πειράζει», το κουβαλούσες. Το φόρτωνες μέσα σου, το καταχώνιαζες σε μια γωνιά της ψυχής σου, ελπίζοντας πως μια μέρα θα εξαφανιστεί.
Μα οι πληγές δεν εξαφανίζονται έτσι απλά. Μεγαλώνουν. Και κάποια στιγμή, το «δεν πειράζει» τελειώνει.
Έρχεται εκείνη η στιγμή που δεν μπορείς να το πεις άλλο. Που ο κόμπος στο λαιμό σου γίνεται τόσο σφιχτός που δεν περνάει η φωνή. Εκείνη η στιγμή που κοιτάζεις τον άλλον και σκέφτεσαι: «Πειράζει. Πειράζει πολύ».
Δεν είναι ότι άλλαξες. Είναι ότι έμαθες. Έμαθες πως η σιωπή δεν σε προστατεύει. Πως το να αφήνεις τους άλλους να περνάνε τα όριά σου δεν είναι υπομονή, είναι προδοσία προς τον εαυτό σου. Και το κατάλαβες αργά, αλλά το κατάλαβες.
Το «δεν πειράζει» τελειώνει όταν συνειδητοποιείς πως η ψυχή σου έχει όρια. Όταν καταλαβαίνεις πως δεν είσαι υποχρεωμένη να ανέχεσαι, να συγχωρείς, να προσπερνάς συνεχώς. Και τότε, παίρνεις ανάσα. Και αντί να πεις «δεν πειράζει», κοιτάς τον άλλον και λες: «Πειράζει. Και δεν θα το δεχτώ ξανά».
Αυτή η στιγμή δεν είναι εύκολη. Είναι η στιγμή που χάνεις ανθρώπους, αλλά κερδίζεις τον εαυτό σου. Και αυτή είναι η πιο σημαντική νίκη που θα έχεις ποτέ. Γιατί όταν το «δεν πειράζει» τελειώνει, αρχίζει η δική σου αλήθεια. Και αυτή η αλήθεια αξίζει τα πάντα.