Η άλλη μου μάνα, η γιαγιά μου..
Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Θέλω να σου πω για την “μάνα” μου σήμερα!
Όχι για αυτή που με γέννησε, για την άλλη σου λέω, που με έχει αναθρέψει.
Όχι για αυτήν που με κουβάλαγε μέσα της για εννέα μήνες, για την άλλη την μάνα μου, που με έπαιρνε ζαλίγκα στην πλάτη της, κάθε φορά που κουραζόμουνα από το τρέξιμο στα χωμάτινα δρομάκια του χωριού μας και στην επιστροφή από τα καπνοχώραφα του Αγρινίου.
Όχι για αυτήν που βγήκα από τα σπλάχνα της, αλλά για την άλλη, που από την πρώτη μου άνασσα, μου είχε φυλάξει μια θέση ξεχωριστή στην μεγάλη της καρδιά.
Όχι για αυτήν που με θήλασε, σου μιλώ για την άλλη, που με τις ορμήνιες της, μου “χόρταινε” πάντοτε την παιδική ψυχή μου.
Θα σου πω για την “μάνα” μου απόψε…
Που την θυμάμαι να φτιάχνει το γάλα μου και να ρίχνει μέλι και κουταλιές με αγάπη. Να μαγειρεύει για μένα, με μια πρέζα αλάτι και με πολύ νοιάξιμο. Να κάνει το ζυμάρι φύλλο και να το γεμίζει χόρτα κι απέραντη φροντίδα.
Την θυμάμαι να χτυπάει το αυγό με την ζάχαρη στο ποτήρι, κι όμοιο γλύκισμα δεν έχω γευτεί από τότε.
Την θυμάμαι, να μου λέει κάθε απόγευμα “έλα κάτσε στην ποδιά μου” και να νιώθω πως κάθομαι σε ένα θρόνο ψηλό.
Την θυμάμαι, να πλαγιάζει τα βράδια στο πλάι μου και να μου μιλάει για βασιλιάδες σπουδαίους και για καλές νεράιδες, τόσο πειστικά που δεν γινόταν να μην την πιστέψω.
Σήμερα, θέλω να σου πω για την “μάνα” μου!
Για εκείνη την μάνα μου, που γελούσαν τα μάτια της.
Για την μάνα μου, που στην μαύρη μαντίλα της είχε κρυμμένη όλου του κόσμου την σοφία κι ας μην ήξερε γράμματα κι ας μην πήγε ποτέ της στο σχολείο.
Για την μάνα μου, που τον τόπο ομόρφαινε από την καλοσύνη που κατάσαρκα φόραγε κι ας μην ήτανε τα ρούχα της ποτέ ακριβά.
Σήμερα, έχω ανάγκη να σου πω για την “μάνα” μου.
Για την ταπεινή μου την μάνα, του σπιτιού την αρχόντισσα.
Για την φτωχή μου την μάνα, με την πλούσια καρδιά.
Για την σεμνή μου την μάνα, με την πληθωρική ψυχή.
Για την υπομονετική μου την μάνα, που δεν είχα ακούσει ποτέ απ΄ το στόμα της ούτε ένα της αχ, ούτε ένα της παράπονο, ούτε ένα της δεν μπορώ, μόνο χαμογελούσε και το μετέδιδε ολούθε γύρω της.
Για εκείνη την μάνα μου, που μιλούσε με αγάπη στα ζώα της, που μάλωνε με τις γλάστρες της για να ανθίσουν, που θύμωνε με τους κακούς της τηλεόρασης, που είχε ένα καλό λόγο για όλους και που προσευχόταν πρώτα για εμάς κι άφηνε τον εαυτό της πάντοτε τελευταίο.
Για την μάνα μου, που η χαρά η δικιά μας πολλαπλασιαζόταν μέσα της, που ο πόνος μας γινότανε πόνος δικός της, που όταν τρώγαμε εμείς, χόρταινε εκείνη.
Για την γλυκιά μου την μάνα, με τις μετρημένες τις λέξεις και τις αμέτρητες πράξεις.
Την χρυσή μου την μάνα, που το χτύπημα των χεριών της δήλωνε έκπληξη και μεγάλη χαρά, κάθε φορά που έμπαινα άξαφνα στο σπίτι της κι έλαμπε ολάκερη σαν ήλιος της άνοιξης.
Καλόψυχη “μάνα” μου κι υπέροχη γιαγιά μου, σε ευχαριστώ για όλα τα καλούδια που απλόχερα μου χάρισες, σε ευχαριστώ για όλες τις όμορφες στιγμές που σαν άξια μάνα τις κοινώνησες μέσα μου. Και για όλες τις εικόνες που σαν άγιο φυλαχτό θα τις κρατήσω για πάντα.
Σε ευχαριστώ που μου έμαθες να αγαπάω και να σέβομαι τις γυναίκες που έχουνε, έστω κι ένα στοιχείο, από τα αμέτρητα καλά σου, από την τεράστια καλοσύνη σου κι από την χρυσή ψυχή σου!