Γράφει ο Nickolas M.
Δελβινάκι, Πωγώνι Ηπείρου, 14 Αυγούστου
Τελικά ήρθα. Είχαν δεν είχαν με ψήσανε. Η αλήθεια είναι όλο αυτό το σουρεαλιστικό σκηνικό του αθάνατου ελληνικού πανηγυριού είναι τόσο cult που ειλικρινά σκέφτομαι να αξιοποιήσω τα μαθήματα κινηματογράφου που έχω κάνει για να φτιάξω μια ταινία με αυτό το θέμα. Βλέπω ήδη τα βραβεία στις Κάννες και στα Βερολίνα, θα τρελαθούν οι ξένοι άμα τα δουν όλα αυτά τα σκηνικά. Ή δε θα καταλάβουν Χριστό.
– Ψηλέ, πώς είσαι; Είχα δίκιο που επέμεινα να’ ρθεις;
– Η αλήθεια είναι ρε Θανασάρα πως το θέαμα «ο Θανάσης προσπαθεί να χορέψει ζαγορίσιο υπό την επήρεια προβατίνας και τσίπουρου» είναι έγκλημα να το χάνεις!
– Ρε ουστ! Άντε σήκω να βοηθήσεις μια γύρα.
– Δεν έχω όρεξη ρε συ.
– Ρε σήκου απάν’ σι λέου!
Η αλήθεια είναι ότι στην ντοπιολαλιά της πατρίδας είναι λίγο δύσκολο να αντισταθείς. Πάντως με 12 βαθμούς στις 12 το βράδυ σε αυτό το υψόμετρο ο χορός βοηθάει να ζεσταθείς! Σωματικά τουλάχιστον…
Αισίως 6 η ώρα και τώρα αρχίζουν να τα μαζεύουν. Οι Ηπειρώτες δεν αστειεύονται, άμα λένε γλέντι εννοούν μέχρι πρωίας. Βοηθάνε βέβαια κι οι αργοί, βαρείς χοροί τους. Ακόμα θυμάμαι την θεία μου, νύφη στο χωριό στα νιάτα της, ατάκα δηλητήριο. «Ε μα άκουγα κι εγώ για τα περίφημα ηπειρώτικα γλέντια..Ε μα έτσι αργάααα αργάααα που χορεύουν δυο μέρες μπορώ να το συνεχίζω κι εγώ!» (το ότι κάνανε καναδυό χρόνια βέβαια να της ξαναμιλήσουν οι ντόπιοι, δε το σχολιάζω..). Ο κρύος πρωινός αέρας πάντως είναι ευεργετικός. Έχω την αίσθηση ότι όλη αυτή η ιδιότυπη ψυχοθεραπεία κάπως λειτουργεί.
– Ψηλέ αγναντεύεις τα ρουμάνια;
– Ωπ, καλώς τον ξύπνησες;
– Ε κι εσύ, ξύπνησα. Απλά γλάρωσα λίγο.
– Αλίμονο, όχι ότι ήπιες όλο τον Βοϊδομάτη σε τσίπουρο.
– Έλα υπερβολές! Να σου πω, για να μην ακούω την κυρά-Μαρία τώρα που θα γυρίσουμε και με δει έτσι, να κοιμηθώ λίγο σε σας και με γυρνάς το μεσημέρι δήθεν ότι πήγαμε και για πρωινό καφέ;
– Άμα τον κερνάς
– Αααα σε κάναν οι μινάρες σαν τα μούτρα τους με φαίνεται. Άντε πάμε.
– Πάμε ρε Θανασάρα…
Ίσως το πιο ανέμελο ξενύχτι μετά από καιρό…
Ενδιάμεση στάση part 2, Άγιοι Ανάργυροι, Αθήνα, 3 Σεπτεμβρίου
– Έχεις κανονίσει τίποτα για απόψε; Θα μαζευτούμε εδώ με τους γείτονες ένεκα της ημέρας να ψήσουμε!
– Τί έχει η μέρα;
– Η διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου; Η ίδρυση του κινήματος;
– Α ναι σόρρυ ξέχασα. Καλά θα μείνω για τα λουκάνικα και τις πανσέτες, η γιορτή δική σας!
– Ναι, επαναστάτη μου, ξέχασα, εσύ είσαι του άλλου κόμματος!
– Ένα είναι το κόμμα πατέρα, όλα τα άλλα είναι κινήματα, σύνδεσμοι και το κακό συναπάντημα!
– Άι ρε αναρχοκομμούνι από δω χάμου που θα μας κάνεις και κήρυγμα!
– Ε αν δεν έχεις αντίρρηση λέω να αργήσω λίγο ακόμα να συμβιβαστώ και να βολευτώ όπως εσείς!
– Έλα τελειώνετε σαν τα κοκόρια! Και βοηθήστε με να μαζέψω τα πιάτα! Πότε φεύγεις παιδί μου;
– Λέω αύριο πρωί.
– Θα την δεις;
– Δεν ξέρω, δεν νομίζω.
– Ε μικρή είναι η πόλη, θα συναντηθείτε κάποια στιγμή.
– Θα δω επί τόπου και αναλόγως θα πράξω.
– Πολιτισμένα πράγματα έτσι; Δε θέλω να παρεκτραπείς!
– Ο πολιτισμός είναι για όσους τον καταλαβαίνουν, μάνα.
– Ε ναι κι εσύ, δεν θυμάσαι που τον καμαρώναμε τις προάλλες στην τηλεόραση που πέταγε πέτρες στα ΜΑΤ; Πολιτισμός πάνω απ’ όλα!
– Δεν μιλάμε για ανθρώπους εν προκειμένω!
– Έλα τέλος με αυτές στις κουβέντες! Θέλω την ηρεμία μου!
– Κι εγώ επίσης! Σας χαιρετώ!
– Αύριο δεν θα έφευγες;
– Άστο φεύγω τώρα, είμαι έτοιμος άλλωστε. Γεια σας.
Τα γνωστά, κλειδιά, σακίδιο, γυαλιά και φεύγω σφαίρα, δεν χρειάζομαι άλλο κήρυγμα. Πρέπει και να βγάλω από μέσα μου αυτή την εκκρεμότητα, αλλιώς δε θα μπορώ να μιλάω σε άνθρωπο…