Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Κι ακόμα ψιθυρίζω πολύ σιγά για να μην μ’ ακούσεις και σε κάνω να λυπηθείς, πόσο πολύ σε θέλω ευτυχισμένο.
Κι ακόμη μαγεύω τα κύματα της αγκαλιάς σου για να χωρέσω τον έρωτά μου.
Σμιλεύω την ανάσα σου που ακούει στο όνομά μου.
Έφυγες αλλά η ψυχή μου είναι ακόμη μαζί σου.
Έφυγες κι εγώ σκαρφάλωσα σε ένα άδειο ρολόι να γεμίσω τις ώρες που θα μου λείπεις.
Υπήρχες μέσα μου σαν όραμα, σαν φωνή που δεν μπορούσα να ακουμπήσω
κι όμως μου ήταν τόσο οικείο λες και ήσουν εκεί.
Εκεί απ’ όπου δεν έφυγες ποτέ.
Μέσα μου, τόσο βαθιά, σαν μια θύελλα που λυσσομανάει.
Τι να την κάνω την ελευθερία μου αν δεν είσαι εσύ μέσα;
Τι να τον κάνω τον πόθο μου που χτυπιέται ασύστολα;
Τι να τον κάνω τον έρωτά μου όταν εσύ είσαι μακριά;
Τι να την κάνω την ανάσα μου που αργοπεθαίνει χωρίς τα χείλη σου;
Είναι που δεν κατάλαβες ποτέ πόσο πολύ σε θέλω, πόσο σε ζητάω, πόσο τρέμει η ψυχή μου μην σε χάσω.
Γιατί αν δεν νιώθεις την καταιγίδα δίπλα στον άλλον,
αν δεν νιώθεις τα μεθυσμένα φεγγάρια να σε ξεσηκώνουν το βράδυ, για ποιον έρωτα μου μιλάς;
Υπάρχεις στην μικρή φλεβίτσα που διογκώνεται στον λαιμό μου την ώρα που θυμώνει το πάθος μου για σένα.
Υπάρχεις την ώρα που κλαίω, την ώρα που ο πόνος δεν μ’ αφήνει να σε δω.
Υπάρχεις το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ, την ώρα που ξαπλώνω και γέρνω στο μαξιλάρι μου κι εσύ είσαι εκεί δίπλα μου και μου μιλάς.
Υπάρχεις με την ανάσα σου κολλημένη στο λαιμό μου.
Γιατί εσύ κι εγώ μια ανάσα μαζί!