Γράφει η Αγγελική Μεταξά
Ερωτεύτηκα την αμηχανία σου. Εκείνη τη γλυκιά, σχεδόν αθώα αμηχανία που φώτισε το πρόσωπό σου στο πρώτο «χαίρω πολύ». Μια στιγμή που κράτησε δευτερόλεπτα, αλλά έμεινε καρφωμένη στο μυαλό μου σαν κάτι μαγικό. Ήσουν εκεί, προσπαθώντας να φανείς άνετος, ενώ το σώμα σου πρόδιδε το μικρό σου μυστικό: ότι δεν ήξερες πώς να σταθείς. Και αυτό, ακριβώς αυτό, με κατέκτησε.
Ήταν ο τρόπος που τράβηξες τα χέρια σου πίσω από την πλάτη σου, λες και προσπαθούσες να κρύψεις την αβεβαιότητά σου. Η ελαφριά κλίση του κεφαλιού σου, σαν να έψαχνες τις σωστές λέξεις, αλλά τελικά διάλεξες τη σιωπή. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως δεν ήσουν ένας ακόμα σίγουρος, τέλειος άντρας με έτοιμες ατάκες. Ήσουν κάτι καλύτερο. Ήσουν πραγματικός.
Και όσο κι αν προσπάθησες να το κρύψεις, εγώ είδα την αλήθεια. Είδα το χαμόγελό σου που ήρθε μισό δευτερόλεπτο αργότερα, σαν να έλεγες στον εαυτό σου «εντάξει, τα κατάφερες». Είδα τα μάτια σου, που απέφυγαν το δικό μου βλέμμα για μια στιγμή, πριν επιστρέψουν για να με εξερευνήσουν δειλά.
Η γοητεία σου δεν ήταν σε κάτι που είπες. Ήταν σε όλα όσα δεν είπες. Στις μικρές σιωπές σου, στα δευτερόλεπτα που πάγωσες, στις στιγμές που άφησες την καρδιά σου να φανεί μέσα από την αμηχανία σου.
Κι εγώ; Εγώ ερωτεύτηκα. Ερωτεύτηκα όχι το σίγουρο, το απόλυτο, το τέλειο, αλλά εσένα. Εσένα που έκανες το πρώτο «χαίρω πολύ» να μοιάζει με πρόσκληση σε έναν κόσμο που κανείς δεν είχε ξαναδεί. Εσένα που με έκανες να πιστέψω πως οι πιο δυνατές συνδέσεις δεν ξεκινούν με μεγάλες δηλώσεις, αλλά με μικρά, αμήχανα βήματα.
Από τότε, κάθε φορά που θυμάμαι εκείνο το «χαίρω πολύ», δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω. Γιατί εκείνη τη στιγμή, χωρίς να το ξέρεις, έγινες δικός μου.