Περίεργος ο έρωτας, κι ακόμα πιο περίεργη η αγάπη· συναντάς ένα σωρό ανθρώπους, τους μιλάς, τους παρατηρείς, τους συναναστρέφεσαι, κι από τους πολλούς κολλάει το μυαλό σου σε έναν. Δεν ξέρεις με σιγουριά τι σε έκανε να αρρωστήσεις, δεν είναι που σε θάμπωσε κάτι που δεν έχεις ξαναδεί, δε χρειάζεται καν να το πολυσκεφτείς. Απλά νιώθεις κάτι να σε τσιμπάει στο στομάχι σου, σε πιάνει εκείνη η ευχάριστη αδιαθεσία κι αποφασίζεις πως αυτός είναι ο άνθρωπος που θέλεις να σου κάνει τη ζωή δύσκολη· έτσι, σαν να είναι το πιο απλό πράγμα στον κόσμο.
Κι άντε μετά να τα ξαναβάλεις όλα σε μια σειρά· ζωή, ψυχή και πρόγραμμα. Κι άντε να ζεις με το άγχος που σου επιβάλλει το μέσα σου αλλά κι ο ίδιος ο περίγυρος. Να μη συμπεριφέρεσαι παράλογα αλλά ούτε και πολύ λογικά, να μη ζηλεύεις αλλά να μην είσαι κι αδιάφορος, να περνάς χρόνο με τον άλλον αλλά να μην τον πνίγεις, να λες τι νιώθεις αλλά να μην είσαι ανοιχτό βιβλίο, να είσαι εκεί αλλά να μη σε θεωρεί δεδομένο. Κι όλα αυτά για να μη χάσεις τον άνθρωπό σου. Και τελικά να καταλήγεις να τον χάνεις, επειδή κάποιος από τους δύο αναπόφευκτα κουράζεται να ζει σε αυτήν την ημίτρελη κατάσταση.
Κι εκεί, κάπου στο τέλος, πάντα βρίσκεται κάποιος έξυπνος που έχει φάει ζωή κι έρωτες με το κουτάλι να σε παρηγορήσει ενημερώνοντάς σε περισπούδαστα πως τίποτα δεν κρατάει για πάντα, πως οι άνθρωποι σμίγουν για να χωρίσουν και πως όλα τα ωραία τελειώνουν με πόνο. Κλισεδιές λογικές, που πονάνε και φέρνουν αναγούλα, λες και στη ζωή δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Κι εσύ θα συμφωνήσεις, είτε για να ξεφορτωθείς τον ηλίθιο, είτε επειδή όντως η κυνική σου συνείδηση τον πιστεύει με όλο της το είναι.
Εμένα όμως δε με νοιάζει.
Δε με νοιάζει αν λένε πως τίποτα δεν κρατάει για πάντα, τουλάχιστον όχι πια. Δε με ενδιαφέρει καν αν ταιριάζουμε, αν ακούμε την ίδια μουσική, αν προτιμάς βουνό κι εγώ προτιμάω θάλασσα. Να πάνε στο διάολο όσοι μας στραβοκοιτάζουν που με αγαπάς τόσο διαφορετικά, που προβλέπουν δυστυχείς συγκυρίες εξαιτίας της διαφορετικότητάς μας, που ζηλεύουν μια φασαριόζα ευτυχία που επιλέξαμε αρνούμενοι την ησυχία της μοναξιάς μας. Εμείς θ’ αντέξουμε γιατί το είπα εγώ.
Εμείς θα είμαστε μαζί, το πήρα απόφαση· επειδή κουράστηκα να προφητεύω ημερομηνίες λήξης, επειδή κατάλαβα πως όσο περισσότερο φοβάσαι το τέλος τόσο περισσότερο χάνεις τη χαρά της αρχής, κι επειδή μετά από τόσα «χώρια» η ζωή μου χρωστάει ένα τεράστιο «μαζί». Και το «μαζί» μαζί σου δεν είναι τελικά τόσο τρομακτικό όσο πίστευα. Γι’ αυτό θα μείνουμε μαζί, επειδή εσύ ξέρεις να βουλώνεις το στόμα της λογικής μου κι εγώ σε ακολουθώ κρυφοκαμαρώνοντας για το χάλι μου.
Ξέρεις γιατί χωρίζουνε οι άνθρωποι; Από οκνηρία· επειδή απλά βαριούνται να προσπαθήσουν, επειδή βλέπουν λοφάκια άμμου για ολόκληρα βουνά. Χωρίζουν επειδή έχουν κοντή μνήμη, επειδή δε θυμούνται τι στο καλό τους έκανε να ξεχωρίσουν τον άνθρωπό τους ανάμεσα σε τόσους άλλους, λες και είναι κάτι εύκολο να ξεχωρίσεις κάποιον. Εγώ όμως δε φοβάμαι. Εγώ θυμάμαι πολύ καλά γιατί σε έβαλα στη ζωή μου· θυμάμαι ακόμα τον τρόπο που χαμηλώνεις το βλέμμα όταν έρχεσαι σε δύσκολη θέση, πόση γοητεία βγάζει ο τρόπος που καπνίζεις, πόσο εύκολα με έκανες να σταματήσω να φοβάμαι τους έρωτες. Κι όσο η παρουσία σου με βοηθάει να τα θυμάμαι όλα αυτά θα ξέρω πολύ καλά γιατί είμαι εδώ.
Καμία τελειότητα δεν ερωτεύτηκα, ούτε σε έπλασε το μυαλό μου όπως ήθελε. Δεν ακολούθησα τις τακτικές του ενθουσιασμού, δε σε ωραιοποίησα, δεν μου πέρασε από το μυαλό να σε καλουπώσω ή να σε φέρω εγωιστικά στα μέτρα μου και το ίδιο έκανες κι εσύ. Μου πέταξες φάτσα φόρα πληγές και ράμματα, αλλά μου τα πλάσαρες χωρίς κλάψα και παράπονο, δεν τα δικαιολόγησες ούτε προσπάθησες να μου τα μοστράρεις σαν γαλόνια. Μου έδειξες το παρελθόν σου με έναν τρόπο τέτοιο που δε με έκανε ούτε να το ζηλέψω, ούτε να του θυμώσω, μα σχεδόν με ανάγκασες να το αγαπήσω γιατί αυτό σε έπλασε και σ’ έφερε σ’ εμένα. Γιατί αν ήταν άξιο να είναι παρόν σου τώρα δε θα ήσουν εδώ.
Εμείς θα είμαστε μαζί επειδή έβαλες στοίχημα να χαμογελάω εξαιτίας σου, επειδή πέρα από το να με ξεντύνεις φροντίζεις και να με σκεπάζεις για να μην κρυώσω, να έχεις όσα μου λείπουν και να μου δείχνεις πως τα συναισθήματά σου είναι μεγαλύτερα από τον εγωισμό σου. Θα μείνουμε μαζί, δε σηκώνω κουβέντα· ακόμα κι όταν δεν μπορώ να σε προστατέψω από άσχημες μέρες, υπόσχομαι να σου ομορφαίνω τις νύχτες, να σε προσέχω και να σε ενοχλώ όσο με κρατάνε τα πόδια μου. Υπόσχομαι να είμαι για σένα μια φυλακή με ανοιχτή πόρτα.
Ησύχασε λοιπόν κι άσε τους να λένε, λίγο με νοιάζει. Άσε τους καημένους να περιμένουν στη γωνία για να μας πούνε πως αιθεροβατούσαμε, πως μας είχαν προειδοποιήσει. Δεν μπορεί κάποια στιγμή θα κουραστούν, θα νιώσουν ηλίθιοι, θα τους ξεφορτωθούμε. Εμείς θ’ αντέξουμε κόντρα στις πιθανότητες, σου δίνω το λόγο μου. Αρκεί να το θέλεις κι εσύ. Θ’ αντέξουμε σου το υπόσχομαι. Αρκεί να αντέχουμε μαζί.