Γράφει η Άντζελα Καμπέρου.
Βράδυ ήταν ναι, άλλωστε εμείς μόνο βράδια βρισκόμαστε τα πρωινά δεν μας πάνε. Είχαμε την ευκαιρία να πούμε τόσα πολλά εκείνο το βράδυ, να πούμε όσα μέχρι τώρα δεν τολμήσαμε να παραδεχτούμε και παρόλα αυτά αρκεστήκαμε στις ματιές. Μα τι να μου κάνουν οι ματιές μας αγάπη μου όταν το μόνο που θέλω είναι να φωνάξω σε όλο τον κόσμο πόσο σε αγαπάω;
Τι να μου κάνουν οι ματιές όταν έχω τόσο πολύ ανάγκη να με αρπάξεις και να μου ψιθυρίσεις στο αφτί πόσο λάθος κάναμε που δεν μιλούσαμε τόσο καιρό;
Μα πάλι τα στόματα δεν άνοιξαν. Πάλι οι ματιές έμειναν να μας καίνε. Πάλι το φεγγάρι μάρτυρας στη δειλία μας. Στεκόταν εκεί και μας κοιτούσε και είμαι σίγουρη πως αν είχε φωνή θα φώναζε από αγανάκτηση. Τόσα και τόσα βράδια, βράδια αξημέρωτα, σε παραλίες, σπίτια, λιμάνια και ούτε μία κουβέντα.
Τόσα βράδια να με κοιτάς και να σε κοιτώ λες και η ζωή μας εξαρτάται από αυτές τις ματιές. Και όμως, κουβέντα καμία. Τα λόγια είναι φτηνά μπροστά στη μαγεία που εκπέμπουν τα μάτια σου. Τα λόγια χάνονται, γίνονται καπνός, ναι, μα κάπου κάπου θέλω σε ακούσω να μου λες όσα τα μάτια σου φωνάζουν. Θέλω να μπορέσω να σου πω όσα κρατάω μέσα μου από φόβο. Ξέρεις, δεν είναι εύκολο.
Σε έχω μπροστά μου και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι πόσο θα θελα να φεύγαμε κάπου μακριά οι δυο μας. Και έτσι τα λόγια κάπου χάνονται. Πως να αρθρώσεις κουβέντα άλλωστε όταν το μυαλό σου ονειρεύεται;
Ένα τελευταίο βράδυ κάπου στα μεσάνυχτα μπόρεσες να ψιθυρίσεις ένα δειλό “σε θέλω” και μου έδωσες την ευκαιρία να σου φωνάξω “και εγώ”. Νιώθεις τη διαφορά; Εσύ ψιθύρισες. Εγώ φώναξα. Ακόμη και όταν αποφάσισες να διώξεις το φόβο σου πάλι δείλιασες.
Αντί να φωνάξεις με όλη σου τη δύναμη αυτό που βλέπω να καίει στα μάτια σου επέλεξες να το ψιθυρίσεις. Μήπως και δεν το ακούσω, μήπως περάσει αδιάφορο. Μα μάτια μου, τα βράδια κάνει πολλή ησυχία και ο ψίθυρός σου έκανε κρότο μέσα στη νύχτα.
Τέτοιο κρότο που ταράχτηκε η ψυχή μου. Και έπειτα πάλι σιωπή. Πάλι έμεινες να με κοιτάς. Πάλι περίμενες μήπως μιλήσω εγώ. Μα δεν σου έκανα τη χάρη. Και μείναμε εκεί σιωπηλοί και νικημένοι, νικημένοι από το φόβο μας, να αγναντεύουμε την γαλήνια θάλασσα που ερχόταν σε τόση αντίθεση με τις φουρτουνιασμένες ψυχές μας.
Το μόνο που θέλω από εσένα είναι να έρθεις ένα βράδυ, να μιλήσουμε, να πιούμε, να πούμε όλα όσα νιώσαμε και ύστερα αν θα μπορέσεις να φύγεις. Θέλω να ακούσω από εσένα όλα όσα βλέπω στα μάτια σου. Θέλω να σου μιλήσω μα βλέπεις και εγώ φοβάμαι.
Και ίσως να φοβάμαι περισσότερο από εσένα. Και έπειτα είναι κι αυτό που όταν σε έχω μπροστά μου οι λέξεις παύουν να έχουν νόημα, χάνονται και μένω να κοιτάω έρμαιο των καταστάσεων μία παράσταση σε επανάληψη. Φεγγάρι. Θάλασσα. Εμείς και τα θέλω να ουρλιάζουν σε μία τόσο εκκωφαντική σιωπή. Άραγε θυμάσαι;
LoveLetters