Γράφει η Άρτεμις Βαμβουνάκη
Οι πισώπλατες μαχαιριές μπήχτηκαν βαθιά και αθόρυβα από εκείνους που κάποτε λατρέψαμε γιατί πιστέψαμε στην ακεραιότητα και το ήθος του χαρακτήρα τους, τα βροντερά μεγάλα τους λόγια.
Οι πισώπλατες μαχαιριές μπήχτηκαν αθόρυβα και με μίσος στο κορμί μας σαν να μη μας αγάπησαν ποτέ, σαν να μην υπήρξαν κομμάτι της ζωής μας.
Μαχαιριές από εκείνους που τυφλά ασπαστήκαμε , κρατήσαμε το πιο ψηλό μας βάθρο για να τους εκθειάζουμε και να τους προστατεύουμε.
Οι πισώπλατες μαχαιριές μπήχτηκαν αθόρυβα από εκείνους που κάποτε εμπιστευτήκαμε.
Εκείνοι οι ξεχωριστοί στη καρδιά μας που γονατίσαμε για να περάσουν από πάνω μας, χτίσαμε γέφυρες να περπατήσουν, σκορπίσαμε τα ροδοπέταλα της ψυχής μας ώστε να είναι γλυκό και ευθύ το διάβα τους.
Δώσαμε κάποτε νερό στο διψασμένο τους κορμί, κρατήσαμε σαν φυλακτό την καρδιά τους, καθαρίσαμε μια προς μια τις πληγές του παρελθόντος τους κι εκείνοι μας ποδοπάτησαν δίχως ενδοιασμούς.
Μας εγκατέλειψαν ύπουλα στην πρώτη ευκαιρία που τους δόθηκε και σαν λυσσασμένα αρπακτικά έτρεξαν αθόρυβα προς το άγνωστο ταξίδι τους δίχως γυρισμό σκορπώντας απανωτές πληγές στη ψυχή μας.
Όσο περνά ο καιρός τα σημάδια αυτά μαρτυρούν πως κάποτε δώσαμε απλόχερα όλο μας το είναι , πως είμαστε άνθρωποι που παθιασμένα αγαπήσαμε και τυφλά εμπιστευτήκαμε.
Τα σημάδια αυτά αποτελούν τη κρυφή μας δύναμη γιατί μέσα από αυτά ξαναγεννηθήκαμε, δώσαμε την πιο σκληρή μας μάχη και βγήκαμε νικητές της δική μας ζωής.