Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου
Το ‘ξερες από την πρώτη στιγμή που την είδες.
Εκείνο το χάρτινο Σεπτέμβρη πριν χρόνια.
Ήταν αλλιώτικο θηλυκό αυτό, από αλλού φερμένο. Τόσο διαφορετικό από οποιαδήποτε γυναίκα πέρασε, στάθηκε, σε άντεξε κι εντέλει έμεινε. Μια νεράιδα της γειτονιάς με φαρδύ πλατύ χαμόγελο, έξυπνα υγρό σχεδόν παιδικό βλέμμα και με μια απάντηση σε όλα.
Από ορμή για να εξηγήσει τη ζωή και τα μυστήρια της.
Και την άφησες να ανοίξει τα μπαούλα μέσα σου, τα από παλιά σφραγισμένα, της ξομολογήθηκες τα κριματα στον εαυτό σου που του στέρησες τόσα χρόνια σε χαρές, σε κοινώνησε ιδρώτα και φιλί, έγινες έμπνευση της για ό,τι έγραφε κι ευχόταν. Σου έγινε πηγή για να ξεδιψας τη δίψα σου για ζωή. Οπότε θυμόσουν ότι ζεις, όποτε στο επέτρεπαν τα πρέπει σου.
Έγινε ο έρωτας που ‘χες ξεχάσει πως είναι. Και θυμήθηκες ξανά εξαιτίας της, στο έλα της. Το παραδέχτηκες σαν σχολιαροπαιδο με μάτια κατεβασμένα μπροστά της, μ’ ένα λουλούδι στα χέρια κι ενώ έβρεχε, θυμάσαι;
Δε ζήτησε ποτέ τίποτε περισσότερο από σένα από αυτό που θα μπορούσες να δώσεις, λίγο χώρο, λίγο χρόνο, λόγο τελικά για να μείνει, για να αντέξει, για να δικαιολογησει τις απουσίες σου, τις σιωπες σου, όταν μέρες και νύχτες κυλούσαν με σένα εξαφανισμενο, απόντα ακόμη και από ένα νεύμα, ένα ηλεκτρονικό στίγμα κάπως κάπου που να δηλώσει παρών.
Άντεξε για καιρό τη σιγή σου, την απουσία σου, το πηγαινελα σου, τη βόλτα σου σε τροχιά κομήτη στη ζωή της. Εμφανίζοσουν όποτε στο επέτρεπε το πολύ φορτωμένο πρόγραμμά σου, σε δικαιολογουσε πάντα γιατί είχε πείσει τον εαυτό της ότι το χρέος σου προηγείται του θέλω της. Σε θαύμαζε πολύ, για ό,τι καταφερνες με τη θωριά και το ανάστημα σου.
Σε είχε σαν Θεό, σαν τον ιδανικό Ένα που ήρθε για να της δείξει το όριο του θέλω της.
Πάνω από σένα κανεις. Μπροστά από σένα κουρτίνα, να μη δεις τα δικά της ζόρια, να μην νιώσεις ότι κι αυτή όπως δεκάδες άλλοι, τουλάχιστον, κρεμόταν κυριολεκτικά πάνω σου.
Και εσύ είχες προσαραξει χρόνια πολλά στη στεριά, βολεμένος στο τραινακι τις ζωής σου με συγκεκριμένη διαδρομή. Σε είχε βολέψει η πάντα διαθέσιμη ανοιχτή της αγκαλιά για οπότε τη χρειαζόσουν…
Πέρασε καιρός έχασε κι εκείνη το μέτρημα, μπορεί να κύλησαν και χρόνια, άλλωστε ο χρόνος ανάμεσα σας ήταν πάντα εχθρός, πάντα κόντρα, με δρόμους κλειστούς, εμπόδια πολλά άλλα συνάμα και πείσμα ότι κάτι επιτέλους θα αλλάξει.
Έτσι πίστευε, το έτρεφε το πιστεύω αυτό σαν θρησκεία μέσα της.
Όμως αυτό το κάτι δεν άλλαξε γαμωτο ποτέ.
Βλέπεις εκείνη ήταν Άνοιξη κι εσύ την κερνούσες συνέχεια Χειμώνες.
Και κουράστηκε πολύ να ζει στη δική σου αναμονή και μέτρο για να είσαστε. Πήρε λοιπόν την τσαλακωμενη αξιοπρέπεια της, τον πάντα διαθέσιμο χρόνο της για σένα, τα σφράγισε μεσα της να μην ξανακάνουν ζαβολιά και την αφήσουν να σου χαριστει για άλλη μια φορά ευκαιριακα κι άνευ χρέωσης κι αποχώρησε.
Και το χειρότερο είναι ότι δεν μπήκε καν στον κόπο να στο πει.
Και δεν ξέρει αν κι εσύ το κατάλαβες.
Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι όταν το καταλάβεις θα είναι ήδη αργά.