Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Εγώ που λες, τον λύκο μέσα μου, τον αγάπησα. Κι όταν ήρθε η ώρα να φύγω, τον κοίταξα με σεβασμό. Έναν σεβασμό που τον κέρδισε όπως τον κερδίζουν όλοι όσοι κοιτούν στα μάτια.
Βλέπεις ο λύκος, ήταν ο προφανής κακός στο παραμύθι και από το “χαίρω πολύ” ήξερες καλά πως ήταν εκείνος ο άγριος, ο εκδικητικός, εκείνος που θα στεκόταν απέναντί σου και θα σου ξέσκιζε τη σάρκα.
Αναρωτήθηκες ποτέ, άραγε το γιατί;
Μήπως προσπαθούσε να σωθεί από εκείνους που μασκαρεμένοι του έλεγαν τόσο καιρό, πόσο τον αγαπούσαν, πριν δοκιμάσουν να του γδάρουν το τομάρι;
Μήπως προσπαθούσε να υπερασπιστεί την αγέλη του, και στάθηκε μπροστά να είναι ο στόχος για να γλιτώσουν οι άλλοι;
Σκέφτηκες ποτέ αυτός ο λύκος, ο άγριος που τόσες αμαρτίες άλλων πήρε στην πλάτη του, μήπως δεν είχε επιλογή; Μήπως κοιμήθηκε χρόνια ολόκληρα με τον πόνο του και ξύπνησε μια μέρα αναζητώντας αυτό που οι πολλοί ονόμασαν εκδίκηση και για εκείνον ήταν απλά ο μόνος τρόπος που ήξερε να μην πονάει πια;
Αναρωτήθηκες ποτέ, πόσοι τον μαχαίρωσαν την ώρα που τον χάιδευαν;
Πόσοι τον παίνευαν για το θάρρος του και τη δύναμή του, πριν του μπήξουν βαθιά το μαχαίρι;
Ρώτησες ποτέ το λύκο να σου πει, γιατί επέλεξε στο παραμύθι των πολλών να είναι ο προφανής κακός;
Αν δεν είσαι έτοιμος για την απάντηση, άστον.. άστον εκεί κουρνιασμένο, ήρεμο, μονάχο.
Γιατί μπορεί να αποφασίσει να σου απαντήσει.. και τότε ίσως παρακάλαγες να σε είχε καταπιεί!