Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Μου είπες να σ’εμπιστευτώ κι εγώ γέλασα. Δεν μου έδειξες ποτέ πως μπορώ να το κάνω.
Μου είπες ακούμπα πάνω μου, μα πώς μπορώ να το κάνω όταν συνέχεια με αδειάζεις. Όταν καταπονείς το μέσα μου και αλλάζεις την διάθεσή μου. Και δεν μπορώ να σε διώξω, γιατί είσαι το αίμα μου.
Εγώ όταν αγαπώ, έχω βγάλει την πανοπλία που φοράω για τους άλλους, την πετάω, αλλά τότε είναι εύκολο να με πληγώσεις. Και συνήθως πληγωνόμαστε απ’τους οικείους, απ’αυτούς που αγαπάμε και πονάμε περισσότερο.
Κι όταν βγάζω την ρουφιάνα την πανοπλία μου, έχω πολύ περισσότερο ανάγκη την αγάπη σου. Δεν έμαθα να υποκρίνομαι, με λυπεί η υποκρισία.
Φοβάμαι τον συμβιβασμό και τα επακόλουθά του. Δεν φοβάμαι την μοναξιά, αν μέσα στις σχέσεις μου δεν υπάρχει η αγάπη. Ακόμα και από τις σχέσεις αίματος.
Αυτές με τρομάζουν πιο πολύ, γιατί σ’αυτές έχω βγάλει την πανοπλία μου και αυτές είναι που με πληγώσανε περισσότερο. Τέρμα οι μάσκες και οι καραγκιόζηδες.
Από τούδε και στο εξής αλήθειες μόνο, απ’αυτές που δεν πονάνε, που δεν ασφυκτιούν, που δεν μαραζώνουν. Κι αν εσύ δεν είσαι καλά με τον εαυτό σου, βάλ’τον κάτω και βρες τα μαζί του. Μην ορμάς σε ανθρώπους που ξέρεις ότι σε αγαπάνε και σε νιώθουν.
Κι αν θέλεις να σ’εμπιστευτώ ξανά, να μου αποδείξεις ότι αξίζεις την επιείκεια μου, την κατανόηση και την αγάπη μου. Ειδάλλως θα βάλω την πανοπλία μου και σε σένα και άντε μετά να με πλησιάσεις ξανά. Γιατί είμαι πολύ καλή, αλλά σαν κακή είμαι καλύτερη.
Κι αυτό μόνο όταν απειλείται η οικογένεια και η διάθεσή μου. Εγώ πάντως σ’αγαπώ και στο δείχνω, γιατί ξέρω να δείχνω την αγάπη μου. Εσύ δεν έμαθες ακόμη τον τρόπο να αγαπάς κι αυτό σε κάνει ευάλωτη. Μάθε να αγαπάς.