Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Η ζωή είναι πολύ μικρή για να χαλιόμαστε αγαπημένοι μου.
Κι έρχονται στιγμές που λες, όχι δεν μπορώ να συνεχίσω.
Γιατί όμως δεν μπορείς;
Γιατί κοιτάζεις πάντα αυτά που σου λείπουν κι όχι αυτά που ήδη έχεις, αυτά που είσαι τυχερός και τα ζεις.
Υπάρχουν άνθρωποι που χαροπαλεύουν σε κρεβάτια νοσοκομείου και λένε κάθε μέρα δόξα σοι ο θεός που τους αξίωσε να δουν άλλη μία μέρα.
Κι εμείς που έχουμε όλα τα καλά του θεού καθόμαστε και στεναχωριόμαστε, γιατί δεν μας έκατσε το γλυκό ή ο γκόμενος.
Κι όσο στεναχωριόμαστε άλλο τόσο μας γίνεται συνήθεια και λέμε πονάμε και είμαστε πληγωμένοι.
Για όλα τα ανούσια που μας συμβαίνουν.
Η ζωή όμως έχει τα καλά και τα κακά της.
Και υπάρχουν συνέχεια κακά στην καθημερινότητά μας.
Και γινόμαστε αγχωμένοι για όλα αυτά τα μηδαμινά και άνευ ουσίας πράγματα.
Και το βάζουμε κάτω και χτυπιόμαστε.
Και δεν κουνάμε ούτε το μικρό μας δαχτυλάκι για να τα αλλάξουμε.
Αλλά την τύχη ή την μοίρα μας εμείς οι ίδιοι την αλλάζουμε.
Δεν πιστεύω ότι το κάνει κάποιος άλλος για εμάς.
Αν δεν μας αρέσει η ζωή μας ποιος ο λόγος να μην προσπαθήσουμε να την αλλάξουμε;
Αν δεν μας αρέσει ο σύντροφος ή το αμόρε μας ποιος ο λόγος να τον κρατάμε;
Αν δεν παίρνουμε αγάπη απ’ τους ανθρώπους γύρω μας ποιος ο λόγος να περιμένουμε;
Η αγάπη δεν φυτρώνει από μόνη της.
Άρα πρέπει να αναθεωρήσουμε την ζωή μας, να την ενθαρρύνουμε, να την εμποτίσουμε με αγάπη, με χαρά, με ανθρώπους που μπορούν να αγαπάνε, που αξίζει να στέκονται δίπλα μας.
Και περνάμε στο αξίζω.
Πρέπει να αξίζεις όλες τις τιμές.
Και ξέρεις πότε τις αξίζεις πραγματικά;
Όταν σηκώνεσαι κάθε μέρα, αφού έχεις μηδενίσει το χθες και χαράζεις μια νέα πορεία.
Μια πορεία που θα σε κάνει χαρούμενο, μια πορεία που θα σε κάνει ευτυχισμένο.
Μια πορεία που θα νοιώθεις υπερήφανος για τον εαυτό σου.
Και ξέρεις πότε νοιώθεις υπερήφανος;
Νοιώθεις υπερήφανος μόνο όταν προσπαθείς, όταν δεν τα παρατάς ποτέ.
Γιατί μετά από κάθε ήττα που είχες, σου ήρθε έτσι γιατί δεν τα παράτησες και η νίκη.
Γιατί μετά από κάθε δυστυχία που σου ήρθε, ήρθε και μια ευτυχία που σε χαροποίησε και πάλι.
Γιατί απ’ όλα έχει η ζωή, έχεις και τις χαρές, αλλά έχει και τις λύπες.
Γι’ αυτό σταμάτα να είσαι μίζερος και λυπημένος και πάρε την ζωή στα χέρια σου.
Εκτός κι αν συνήθισες την λύπη και την μιζέρια και αφέθηκες.
Και σηκώνεσαι κάθε μέρα λυπημένος και πονεμένος.
Και λες, δεν παλεύεται το τέρας.
Ε τότε συνήθισες να είσαι μαλθακός και τεμπέλης.
Την ζωή πρέπει να την αρπάζουμε απ’ τα μαλλιά και να την ταρακουνάμε, αλλιώς γινόμαστε έρμαιό της.
Γι’ αυτό σήκω, πλύσου και βάρεσε κι ένα χαστούκι στον εαυτό σου και πες του, θα τα καταφέρω ότι και να γίνει.
Εγώ με το κεφάλι επάνω θα φύγω, ποτέ κάτω.
Γιατί αξίζω το καλύτερο.
Γιατί μου αξίζουν τα καλύτερα κι αυτά ακριβώς θα επιδιώξω!