Εγώ ακόμη εδώ, να σ’αναζητώ!
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Κλείδωσα την ψυχή μου, σφράγισα την καρδιά μου, αλλά η σκέψη μου αληταριό, τρέχει συνέχεια για να σ’ανταμώσει.
Γιατί είσαι μέσα στην ψυχή μου κι ας μην το καταλαβαίνεις κι ας μην το νιώθεις.
Πολεμάω την ανάσα σου που διογκώνεται μέσα στον ουρανίσκο μου και αναζητάει το φιλί σου.
Πολεμάω την θύμησή σου που διαπερνάει πόρτες και παράθυρα για να ξανά βρεθεί στην αγκαλιά μου.
Σε άφησα και σ’αφήνω να ζεις μέσα μου, από συνήθεια, από ντροπή προς εμένα που δεν μπόρεσα, που κι αν ακόμη μπορούσα δεν ήθελα, που ακόμη κι αν πνίγομαι δεν θέλω, δεν νοώ να πάρω άλλο δρόμο, να αφήσω και να αφεθώ, να γράψω και να διαγράψω.
Κι όσο κι αν θέλω να ανακουφίσω τις σκέψεις μου, τόσο τις πολεμώ και τις κατακτώ. Γιατί δεν μπόρεσα να κατακτηθώ, δεν μπόρεσα να κατακτήσω, δεν μπόρεσα να λυγίσω ούτε λεπτό και ανάλγητη λυγίζω καθημερινά όλο και πιο πολύ.
Γιατί δεν μπόρεσα να με σώσω απ’αυτόν τον όλεθρο, δεν μπόρεσα να αντέξω το να υπάρχω και να μην υπάρχω, να μένω και να μην μένω, να φεύγω και να μην φεύγω.
Κι είναι δική μου επιλογή, αυτή ναι, είναι δική μου. Και πολεμάω την σιωπή με θόρυβο που τρελαίνει και στέκομαι όρθια ενώ θά’πρεπε να κείτομαι χάμω.
Και γράφω, γράφω, γράφω και δεν ξέρω τι γράφω. Από πού να πιάσεις τις λέξεις, πού να τις αφήσεις, πού θα καταλήξουν, πού θα ξημερώσουν και πού θα βραδιάσουν.
Βράδιασε σου είπα και εγώ εδώ, ακόμη να γράφω ότι δεν ανέπνευσα, ότι δεν μ’άλλαξε, ό,τι με άλλαξε, ό,τι με κράτησε κι ό,τι δεν με κράτησε.
Κι εγώ ακόμη εδώ να σ’αναζητώ. Πολεμάω τον εγωισμό σου που με πολεμάει αλύπητα. Γιατί με ό,τι με πολέμησε δεν έκανα ποτέ ειρήνη.