Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Πόσο δυνατά μπορεί να είναι τα αισθήματά μας; Πόσο μπορούν ν’ αντέξουν και πόσο μπορούν να συντηρήσουν μια τελειωμένη σχέση; Μια σχέση καταδικασμένη από την αρχή να μην εκπληρώσει τους στόχους της και τα όνειρά της παρόλο που υπάρχει.
Πολλές είναι οι φορές που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τις συμπεριφορές και τις ενέργειες των ανθρώπων. Δεν τις κατανοούμε και εύλογα γεννάται η απορία πώς είναι δυνατόν να προχωράνε σε καταστάσεις που είναι ολοφάνερο πως δεν έχουν μέλλον. Ο φόβος της μοναξιάς είναι η κινητήριος δύναμη ή κάποιο βαθύτερο και ανίκητο συναίσθημα μακριά από οποιαδήποτε φοβία;
Δύσκολο ίσως να δώσει κανείς μια ξεκάθαρη απάντηση. Ό,τι κι αν είναι υπερνικά τη λογική και αφήνει το εκάστοτε «θύμα» έρμαιο της ελπίδας για την εύρεση αυτού που αναζητά.
Όπως και να ‘χει, χωρίς προβληματισμούς και δεύτερες σκέψεις, ξεκινούν το ταξίδι προς το τέλος γιατί θέλουν να ζήσουν. Θέλουν να πλουτίσουν τις εμπειρίες τους και να νιώσουν τη κάθε στιγμή με τον άνθρωπο που επέλεξαν. Λάθος ή όχι, δεν έχει δικαίωμα κανείς να το κρίνει. Υπεύθυνοι για τις επιλογές τους είναι μόνο οι ίδιοι.
Αναπόφευκτα η καθημερινότητα, η επικοινωνία, οι προσωπικές στιγμές, οι εξομολογήσεις και οι κοινές δραστηριότητες θα φέρουν πιο κοντά τους δυο ανθρώπους δημιουργώντας όνειρα, μικρά σχέδια και ευχάριστες στιγμές. Και γιατί όχι; Τόσο κακό είναι; Είναι. Γιατί το τέλος είναι εκεί. Το ξέρει τουλάχιστον ένας από τους δυο, αν όχι και οι δυο. Το βλέπει και ταυτόχρονα στρέφει το βλέμμα του αλλού, λες και αυτό θα αλλάξει την πορεία τους. Εθελοτυφλεί ελπίζοντας ότι κάνει λάθος. Ότι για μια φορά δεν θα έχει δίκιο και θα διαψευστεί πανηγυρικά το «όραμά» του.
Και συνεχίζει να ζει τροφοδοτώντας ψεύτικες ελπίδες. Είναι όμως ευτυχισμένος; Είναι πραγματικά ευτυχισμένος όταν στη γωνία παραφυλάει η λήξη ή μήπως κάνει τον ευτυχισμένο με το φόβο να τον κατακλύζει;
Και φτάνει η στιγμή που ο ρεαλισμός είναι μπροστά του και τον αρχίζει στα χαστούκια. Η τροφοδοσία της ελπίδας σταματάει απότομα και το τοπίο ξεθολώνει βλέποντας πλέον ολοκάθαρα μπροστά και το μόνο που διακρίνει είναι συντρίμμια. Συνειδητοποιεί πως ο ενθουσιασμός και η λαχτάρα για καλοπέραση και ηρεμία τού είχαν φορέσει παρωπίδες.
Η συμπεριφορά του απέναντι στο άλλο πρόσωπο θ’ αλλάξει χωρίς να το καταλάβει. Δεν το θέλει αλλά κάτι μέσα του αρχίζει και τον τρώει. Είναι η κούραση και η αγανάκτησή του καθώς δεν υπάρχουν και πολλά πλέον που μπορεί να αντέξει μέσα σ’ αυτή τη σχέση. Η υπομονή και η καλή διάθεση δίνουν τη θέση τους στην γκρίνια. Όσο κι αν δεν του αρέσουν οι καβγάδες και οι εντάσεις, η πίεση που έχει αρχίσει και νιώθει δεν του δίνουν πολλές επιλογές. Δεν μπορεί πλέον να καταπνίγει τα αισθήματά του για να συμβαδίζει με το έτερο ήμισυ.
Αρχίζει και αναρωτιέται ποιος είναι ο λόγος που μένει κι επιμένει. Και απάντηση δεν υπάρχει. Δε βρίσκει κανένα λόγο να παραμείνει. Ναι, αισθήματα υπάρχουν και δε θα σταματήσουν ποτέ να υπάρχουν. Δεν είναι όμως αρκετά για να τον κρατήσουν. Μπορεί να σωπάσει, να σκύψει το κεφάλι και να κρυφτεί πάλι πίσω από το δάχτυλό του και να συνεχίσει να ωραιοποιεί και να εξιδανικεύει τις καταστάσεις, αλλά για πόσο ακόμη; Χαμένος χρόνος και για τους δυο.
Είναι η στιγμή που πρέπει να πονέσει, να κάνει την καρδιά του πέτρα και να φύγει με αξιοπρέπεια δίπλα από το άτομο για το οποίο δε θα σταματήσει να τρέφει αισθήματα. Στην αρχή πιο έντονα, αλλά όσο θα περνάει ο καιρός θα ξεθωριάζουν και αυτό που θα μείνει στο τέλος θα είναι ένα απλό ανθρώπινο ενδιαφέρον. Ίσως μια φλόγα να υπάρχει κάπου μέσα του αλλά ο ρεαλισμός την κρατάει καλά κρυμμένη.
Είναι προτιμότερο να τελειώσει κάτι νωρίς παρά να χάσεις χρόνια από τη ζωή σου για μια σχέση που δεν έχει μέλλον και έχει καταδικαστεί από την αρχή. Είναι σκληρό και πονάει αλλά τι διαλέγεις; Την πικρή αλήθεια ή το γλυκό ψέμα;