Γράφει η Γεωργία Ντούνη
Δεν έφταιγες. Το παίρνω όλο πάνω μου. Με έχει κυριεύσει ο φόβος. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι μου έπιασαν χώρο και έφυγαν άρων άρων και έμεινα εγώ με κενά που δεν πρόλαβα να γεμίσω; Πολλά μάλιστα έμειναν βρώμικα, λερωμένα, με πόνο και θλίψη!
Ξέρεις πόσο χρόνο μου πήρε να τα κλείσω όλα; Να τα φτιάξω από την αρχή; Να μην έχω χώρο να μπει αέρας και να με μπουκώσει με σκουπίδια; Πολύ. Όχι μόνο χρόνο. Αλλά πόνο, κούραση, στεναχώρια. Από τότε που είδα πόσο κουραστικό και επίπονο είναι ως διαδικασία, είπα ποτέ ξανά χώρο σε κανέναν.
Τότε ήρθες εσύ. Για κάποιο λόγο ένιωσα την ανάγκη να σου κάνω χώρο. Τα γλυκά σου λόγια, η ζεστή σου αγκαλιά, τα όλο καλοσύνη μάτια σου που με παρακολουθούσαν ότι και να έκανα. Μου είχε λείψει να το νιώσω. Μου χε λείψει κάποιος να με ερωτεύεται για αυτό που πραγματικά είμαι, με όλα τα στραβά και ανάποδά μου! Ο χώρος άνοιξε και σε περίμενε.
Ήσουν πρόθυμος να μπεις με όση αγάπη είχες να μου δώσεις. Τότε ήταν που μικρά «τερατάκια» επισκέφθηκαν το μυαλό μου και είπαν «Μην το κάνεις. Δεν έχουμε χρόνο για σκούπισμα και στεναχώρια. Θα φύγει κι αυτός, όπως όλοι» και τότε κλειδαμπαρώθηκα.
Σε έδιωξα, έπρεπε δεν έπρεπε. Δε θα άντεχα να μου φύγεις και συ όπως όλοι. Με έπιασε πανικός και ρωτήθηκα «τι μου κάνω; θέλω πάλι στεναχώρια και κενό; Καλή δεν είναι η μοναξιά μου; Τουλάχιστον αυτή μόνο με συντροφεύει, δεν μπορεί να με πληγώσει. Φοβήθηκα. Προτίμησα να μείνω με τον φόβο μου, χάνοντας εσένα…