Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Είναι απ’αυτές τις μέρες που δεν είμαι καλά.
Μου λείπεις πάλι και δεν έχω άνθρωπο να το πω.
Δεν έχω φωνή να το ψελλίσω.
Μου λείπουν οι συζητήσεις μας, μου λείπει το χαμόγελό σου, μου λείπει η αγκαλιά σου.
Κι όσο και να λέω ότι σε ξεχνάω υπάρχουν μέρες που η απουσία σου με σκοτώνει.
Με σκοτώνει που δεν είσαι δίπλα μου, που δεν σ’ακούω.
Με φοβίζει το μέλλον μακριά σου κι έρχονται στιγμές που πνίγομαι απ’την απελπισία.
Είναι εκείνες οι στιγμές που ξέρω ότι δεν πρόκειται να είσαι ξανά δίπλα μου κι όμως πάντα ελπίζω και πάντα θα ελπίζω.
Θα ελπίζω να είσαι πάντα η ψυχή της ψυχής μου, πάντα το χτυποκάρδι μου, πάντα η αναπνοή μου.
Κι όσο ζω εσύ θα είσαι ο ένας μου, ο άντρας μου.
Μην με ξεχάσεις σε παρακαλώ, μην αγνοήσεις την καρδιά μου που χτυπάει σαν τρελή για εσένα, μην με χτυπήσεις με το ίδιο νόμισμα.
Γιατί δεν ήξερα ότι σ’αγαπούσα τόσο μέχρι που σε έχασα.
Σ’έχασα και χάθηκα.
Χάθηκα στην αβεβαιότητα, στα μέτρια, στα ρηχά.
Γιατί δεν ήξερα ότι η αγάπη σου ήταν τόσο βαθιά.
Δεν τόλμησα να σκεφτώ ότι όταν θα σ’έχανα θα καταλάβαινα την αξία σου.
Κι εσύ εκεί τώρα κι εγώ εδώ ν’αναπολώ τις στιγμές που ζήσαμε, τις στιγμές που αισθανόμουν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου.
Κι εγώ με σκοτώνω κάθε μέρα, μέχρι νά’ρθεις πάλι να μ’αγαπήσεις.
Κάθε μέρα, μ’ακούς;
Θα σε περιμένω.