Γράφει η Λίνα Παυλοπούλου
Έπεσες στα γόνατα. Καιρός ήταν. Λύγισαν απ’ το βάρος που κουβαλούσες. Τόσα χρόνια το ίδιο και απαράλλαχτο βάρος, εκείνο του εγωισμού σου! Αμετακίνητος, άκαμπτος, ισχυρογνώμων. Ζούσες με στερεότυπα μέσα σε ένα κουτί, που νόμιζες ότι ήταν προστασία, μα έγινε η ίδια η φυλακή σου! Αέρας καινούργιος πουθενά. Ίδια φορεσιά. Την έπλενες, την ξαναέβαζες. Ιδιες ημέρες, ίδιες συμπεριφορές. Και ένας άκρατος εγωισμός για στήριγμά σου. “Θα φύγω, θα με χάσεις” σου ‘χα πει, μα εσύ συνέχισες όπως ήξερες. Να κουβαλάς το ίδιο οικείο βάρος σου.
Μην απορείς τώρα που δεν είμαι πια εδώ. Μπορεί να έχασες εμένα, όμως είναι η ευκαιρία σου να βρεις τον εαυτό σου! Μια λέξη μόνο αρκεί για να τον συναντήσεις. Τώρα που λύγισαν τα γόνατά σου, θαρρώ πως μια λέξη ψιθυριστά πρόφεραν τα χείλη σου και αυτή δεν είναι άλλη απ’ τη “μετάνοια”. Τώρα που δάκρυα κύλισαν απ’ τα μάτια σου, τώρα ίσως αισθανθείς εκείνη που χτυπά μέσα απ’ το πουκάμισό σου και σου ζητά να την ακούσεις ουσιαστικά.
Άλλη λογική πες μου αν αντέχεις, άλλο θυμό πες μου πως μπορείς… Να ακούς μόνο με τα αυτιά και το μυαλό σου είναι κουραστικό και δεν σε ωφελεί. Με τόσο βάρος, πες μου, πως μπορείς να συνεχίζεις να περπατάς; Με τόση εξωτερική κίνηση, πως μπορείς να κινήσεις έστω κάτι εσωτερικό; Έπεσες στα γόνατα και μπροστά σου βρήκες μια πέτρα χαραγμένη με τη λέξη “ταπείνωση”. Είναι στο χέρι σου αν θα την πάρεις μαζί σου ή θα την αφήσεις εκεί που τη βρήκες. Έτσι κι αλλιώς χωρίς “μετάνοια” και χωρίς “ταπείνωση”, μην περιμένεις να σου φύγει αυτό το βάρος απ’ τους ώμους.
“Κι εσύ;” με ρώτησες…
Άσε με εμένα εκεί στα γνώριμά μου μέρη.
Διάλειμμα ή τέλος… ποιός το ξέρει;