Δεν θέλω αλλά παραμύθια ρε γιαγιά, αλήθειες θέλω μόνο
Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Γιαγιά, μου είπες μονάχα ψέματα, κι ούτε μια αλήθεια δεν είχανε θαρρώ τα ωραία παραμύθια σου…
Με γέλασες γιαγιά, μου είπες ότι υπάρχουνε πριγκίπισσες που ψάχνουνε γενναία παλικάρια. Κι όσες με γνώρισαν, με ψάξανε στις τσέπες, μετρήσανε τα λιγοστά μου κέρματα και μου είπανε, “λίγος είσαι”.
Μου είπες πως πάντα νικάνε οι καλοί, μα εγώ γιαγιά, δεν είδα ως τα τώρα ούτε έναν καλό να ΄χει νικήσει. Κι ούτε έχω καταγράψει καμιά νίκη τελικά, κάμοντας καλοσύνες.
Μου είπες πως έξω στα δάση έχει κίνδυνους τρομερούς, κι ότι μόνο τα σπίτια από τούβλα είναι σίγουρα και ασφαλείς. Όμως οι κίνδυνοι από μέσα από τα τουβλένια σπίτια έρχοταν πάντα, κι όχι απ΄ τα δάση ρε γαμώτο.
Με γέλασες μωρέ γιαγιά, μου ΄πες να φυλάγομαι από τους λύκους τους κακούς, όμως έμενα, οι τάχα “αθώες” κοκκινοσκουφίτσες μου τις ξεσκίσανε τις σάρκες μου, κι όχι οι λύκοι, οι λύκοι εμένα με σεβάστηκαν γιαγιά γιατί είχανε μπέσα.
Μου είπες ακόμη, πως οι νάνοι είναι πάντα οι καλοί, μα με όσους νάνους σταύρωσα στο διάβα μου, ήτανε “νάνοι” μονάχα στην ψυχή, κι όχι στο μπόι τους.
Μου είπες πως οι Χιονάτες λαχταρούν να φιληθούν, κι όσες, κι αν γλυκοφίλησα, πάντα ένα μήλο με φαρμάκι με κερνούσανε στο τέλος.
Μου είπες γιαγιά ότι οι μάγισσες βατράχια δημιουργούνε. Όμως, κάλλιο να είμαι ένας βάτραχος που να με πάρει ο διάολος, παρά ένας δεδομένος…
Για να αποκοιμηθώ μου έλεγες ψέματα γιαγιά και πάντα τα κατάφερνες να με κοιμίσεις όμορφα.
Μα βγήκα στους δρόμους και σε αυτό που λεν ζωή, με μια άγνοια κινδύνου και με αφέλεια παιδική, κάνοντας πάντα το καλό και το σωστό.
Κι αλήθεια λέω μωρέ γιαγιά, ακόμα αναρωτιέμαι τι σκατά έχω καταφέρει και τι κέρδισα εγώ από όλο ετούτο. Ακόμη αναρωτιέμαι, μήπως πιάστηκα κορόιδο και μαλάκας;
Άστο μωρέ γιαγιά, δεν θέλω άλλα παραμύθια σου να ακούσω, τα χόρτασα γαμώτο, αλήθειες θέλω μόνο!
Έχεις γιαγιά μου καμία αλήθεια να μου πεις, κι ας είναι αιχμηρή και κοφτερή, αρκεί επιτέλους να ΄ναι αλήθεια.