Γράφει ο Αλέξανδρος Καρτέρης
Δεν σε κατηγορώ. Ίσως πάντα αυτό ήσουν. Μια προσωρινή εκδοχή μιας μόνιμης ανάγκης. Μια σκιά που πέρασε, χάραξε κάτι πάνω μου και μετά εξαφανίστηκε. Το ήξερα, το ένιωθα, αλλά είπα να το παίξω ανίδεος. Να το ζήσω, γαμώτο. Κι ας είχε ημερομηνία λήξης.
Ήρθες σαν κάτι που έμοιαζε με προορισμό, αλλά ήσουν απλώς ένας σταθμός. Ένα διάλειμμα μέσα στη διαδρομή μου, μια γεύση που έμεινε λίγο στη γλώσσα πριν χαθεί. Ήρθες σαν να ήσουν η απάντηση, αλλά τελικά ήσουν απλώς ένα ακόμα ερώτημα.
Δεν είναι ότι δεν προσπάθησα να σε κρατήσω. Αλλά ξέρεις κάτι; Δεν γίνεται να κρατήσεις κάποιον που ήρθε μόνο για να φύγει. Όσο κι αν το παλεύεις, όσο κι αν προσποιείσαι πως δεν βλέπεις τα σημάδια, όσο κι αν θες να ξεγελάσεις τον εαυτό σου, στο τέλος η αλήθεια θα σε βρει. Και η αλήθεια ήταν πάντα εκεί, απλώς δεν ήθελα να τη δω.
Δεν είναι ότι δεν σε έζησα. Σε έζησα. Σε άγγιξα, σε έκανα δική μου, σε ρούφηξα μέχρι να μην μείνει τίποτα άλλο να γευτώ. Αλλά μερικοί άνθρωποι είναι σαν τα τσιγάρα. Σου δίνουν μια στιγμή ευχαρίστησης και μετά μένει μόνο η στάχτη.
Ήρθες και γέμισες τον χώρο, το μυαλό, το δέρμα μου. Μύριζες σαν κάτι που θα κρατούσε. Και μετά, έτσι απλά, εξαφανίστηκες. Χωρίς εξηγήσεις, χωρίς θόρυβο. Ήταν σα να μην υπήρξες ποτέ. Μόνο που υπήρξες. Και αυτή είναι η διαφορά.
Δεν έχω θυμό. Δεν έχω μίσος. Δεν έχω καν την ανάγκη να σε αναλύσω άλλο. Απλώς κοιτάω πίσω και βλέπω πως τελικά δεν ήταν το θέμα αν θα έρθεις ή όχι. Το θέμα ήταν ότι ήρθες, αλλά ποτέ δεν είχες σκοπό να μείνεις.
Και ίσως, ξέρεις τι; Ίσως αυτό ήταν το μόνο που πραγματικά μπορούσες να μου δώσεις. Ένα μάθημα. Μερικοί άνθρωποι είναι απλώς περαστικοί. Κι αν τους μπερδέψεις με προορισμούς, το φταίξιμο είναι δικό σου.